Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:

Θεωρητικά Εργαλεία Ανάλυσης και Δομικοί Προσδιορισμοί

της καπιταλιστικής εκπαίδευσης και του Πανεπιστημίου

Α. Η αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής και οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους

Σύμφωνα με τον Μαρξ, η κοινωνία αποτελεί μια δομή, ένα σύνολο στοιχείων, επιπέδων και σχέσεων, συναρθρωμένων με ειδικό τρόπο. Ο Μαρξ μας δίνει ένα γενικό σχήμα αυτής της δομής με τη μεταφορά περί βάσεως και εποικοδομήματος. Η οικονομία αποτελεί τη «βάση» της κοινωνίας, επάνω σ’ αυτή στηρίζεται το «εποικοδόμημα» το οποίο περιέχει τα δυο άλλα επίπεδα της κοινωνικής δομής: το πολιτικό – νομικό επίπεδο και το ιδεολογικό επίπεδο.

Το Κράτος ως μηχανισμός καταπίεσης της κυρίαρχης τάξης πάνω στις υποτελείς, πραγματώνει, μέσω του κατασταλτικού του μηχανισμού (αστυνομία, στρατός, δίκαιο) την κυριαρχία της αστικής τάξης μέσα στην παραγωγή, αλλά και στο σύνολο της κοινωνικής δομής. Για να μπορεί, όμως, ένας κοινωνικός σχηματισμός να επιτελεί την παραγωγική του διαδικασία είναι απαραίτητο να μπορεί να αναπαράγει τους όρους αυτής της παραγωγής. Επομένως πρέπει να μπορεί να αναπαράγει τόσο τις παραγωγικές δυνάμεις (μέσα παραγωγής, εργατική δύναμη, επιστήμη) όσο πρωτίστως τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής.

Σε ότι αφορά ειδικά το ζήτημα της αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής, είναι φανερό, ότι αν και η αναπαραγωγή τους καθεαυτή πραγματώνεται στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, ωστόσο ένα πολύ σημαντικό τμήμα αυτής της αναπαραγωγής επιτελείται έξω από την παραγωγή και εκεί σπουδαίο ρόλο παίζει η ιδεολογία, αφού αυτή δεν αποτελεί απλώς μια πλάνη, ένα σύστημα εξαπάτησης, αλλά πάνω απ’ όλα είναι μια ειδική φανταστική αναπαράσταση των πραγματικών σχέσεων που τα υποκείμενα-φορείς της, βιώνουν καθημερινά, εντασσόμενα στις διάφορες κοινωνικές πρακτικές.

Στα πλαίσια που ορίζει η ύπαρξη της πραγματικότητας της Ιδεολογίας, γίνεται φανερή η ανάγκη για την ύπαρξη και λειτουργία συγκεκριμένων δομημένων μηχανισμών που αναλαμβάνουν να εμφυσούν τα διάφορα ιδεολογικά σχήματα και αναπαραστάσεις που προπαντός συντελούν στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων κυριαρχίας καi εκμετάλλευσης. Είναι ο ατομικισμός, ο εθνικισμός, ο οικονομισμός, ακόμα κι αυτός ο ανθρωπισμός από τη στιγμή που στο όνομα της ανάπτυξης της ενιαίας ανθρώπινης φύσης παραμερίζει την έννοια της πάλης των τάξεων. Δηλαδή, κάθε ιδεολογική αναπαράσταση, η οποία εμφανίζει την κοινωνία σαν μια εύρυθμη λειτουργική ολότητα η οποία κατατείνει στην πραγματοποίηση ενός μοναδικού και κοινού συμφέροντος και τελικά αποκρύπτει το βαθύτερο ταξικό – εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της. Έτσι αναδεικνύεται ένα φάσμα από μηχανισμούς (Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους – ΙΜΚ) που έχουν τέτοιου είδους αποτελέσματα: ο θρησκευτικός ΙΜΚ, ο σχολικός ΙΜΚ, ο οικογενειακός ΙΜΚ, ο συνδικαλιστικός ΙΜΚ, ο ΙΜΚ των ΜΜΕ, ο πολιτικός ΙΜΚ, ο νομικός ΙΜΚ.

Πως αποδεικνύεται η ενιαιότητα των μηχανισμών αυτών; Από το γεγονός ότι δουλεύουν με το ίδιο υλικό παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους: την κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτή η ιδεολογία είναι ενιαία παρά τον πολυσχιδή χαρακτήρα της, καθώς πάντοτε κατέτεινε σ’ ένα αντικειμενικό σκοπό: την εμφάνιση ως ουδέτερων μιας σειράς μηχανισμών, δομών και πρακτικών, τη συγκάλυψη της πραγματικότητας του ταξικού ανταγωνισμό, την αναπαραγωγή, σε τελική ανάλυση, των σχέσεων της παραγωγής.

Τι εξασφαλίζει τους πολιτικούς όρους και προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία τους; Με άλλα λόγια, τι εγγυάται ότι ο ρόλος των ΙΜΚ δεν θα καταργηθεί όταν ενδεχομένως αποτύχουν μέσω της ιδεολογίας να «πείσουν» ή να πειθαναγκάσουν; Μα βέβαια, το κράτος, ο καταπιεστικός- κατασταλτικός του μηχανισμός, ο οποίος αποτελεί το βασικό και συνάμα έσχατο όργανο της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Δεν είναι λίγες οι φορές που αυτό έχει γίνει ιστορικά, δηλαδή η «επαναφορά στην τάξη» κοινωνικών κατηγοριών ή μερίδων οι οποίες οξύνοντας στο έπακρο την κρίση στο εσωτερικό των ΙΜΚ, οδηγώντας στην απορύθμιση τους, έγινε με χρήση του «σκληρού μετάλλου» του κρατικού- κατασταλτικού μηχανισμού (βλέπε Μάης ’68). Έτσι γίνεται ευδιάκριτη η διαφορά ΙΜΚ και κρατικού - κατασταλτικού μηχανισμού. Οι μεν λειτουργούν αναμφίβολα με κύριο στοιχείο την ιδεολογία και δευτερευόντως τη βία που λαμβάνει εκεί συμβολικές ή οριακές μορφές. Ο δε λειτουργεί με κύριο στοιχείο τη βία και δευτερευόντως την ιδεολογία, αφού στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού δομούνται σχέσεις εξουσίας που εδράζονται σε σκληρά διοικητικά μέτρα και φυσικά τη βία. Εντούτοις, όπως φάνηκε και παραπάνω ο ρόλος τους είναι, τελικά αλληλοσυμπληρωματικός και κατατείνουν πάντα στον ίδιο αντικειμενικό σκοπό: την αναπαραγωγή των σχέσεων της παραγωγής.

Επιπλέον, μια άλλη κρίσιμη παρατήρηση: Κατά τα φαινόμενα, δηλαδή την εικόνα που θέλει να παρουσιάσει η αστική τάξη για τα πράγματα, ο κύριος ΙΜΚ είναι ο πολιτικός ΙΜΚ, δηλαδή το κοινοβούλιο, τα κόμματα, το πολιτικό προσωπικό, εντούτοις, η πείρα και η ιστορική ανάλυση δείχνει ότι η αστική κυριαρχία άλλαξε ποικίλες μορφές κατά την αναπαραγωγή της. Έτσι είχαμε μεταβάσεις από κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σε φασιστικές δικτατορίες, δηλαδή άρση των βασικότερων στοιχείων αυτού που ορίζουμε ως πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση της αστικής τάξης στην εξουσία εν μέσω όξυνσης της πάλης των τάξεων.

Υπάρχει, όμως, ένας μηχανισμός, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Althusser «διαθέτει εξασφαλισμένο ακροατήριο για τόση μεγάλη χρονική διάρκεια (η παιδεία είναι μάλιστα και «δωρεάν») 6 μέρες στις 7 και 8 ώρες τη μέρα για όλα, δίχως εξαίρεση, τα παιδιά των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών»: ο σχολικός (εκπαιδευτικός) ΙΜΚ.

Β. Ο εκπαιδευτικός ΙΜΚ και ο κοινωνικός ρόλος της εκπαίδευσης

Στον καπιταλισμό, η εκπαίδευση επιτελεί διπλό ρόλο: Από τη μια, αναλαμβάνει να παρέχει στους εκπαιδευόμενους τις απαραίτητες γνώσεις που θα τους επιτρέψουν να ασκήσουν με επιτυχία το μελλοντικό κοινωνικό του ρόλο σαν επαγγελματίας και από την άλλη, διαδίδει και επιβάλλει στους εκπαιδευόμενους την κυρίαρχη ιδεολογία. Κάθε γνώση, δηλαδή, που παρέχεται από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό είναι υποταγμένη σε ένα ενιαίο στόχο: να προσανατολίσει τους εκπαιδευόμενους στις διάφορες θέσεις που παράγει και αναπαράγει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας όσο και να τους «εξοπλίσει» ιδεολογικά για τον μελλοντικό τους ρόλο, αναπαράγοντας πρότυπα διαφορετικών κοινωνικών πρακτικών ανάλογα με τον προορισμό στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και τα οποία πηγάζουν από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Οι θέσεις αυτές δεν είναι ουδέτερες, αλλά προσδιορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εκμετάλλευσης και υποταγής. Έτσι συνάγουμε ότι:

- Η «ειδίκευση» (η «τεχνική») που δημιουργεί η εκπαιδευτική διαδικασία, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη, αλλά καθορίζεται από τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, από τον κοινωνικό (καπιταλιστικό) καταμερισμό εργασίας, ο οποίος κυριαρχεί πάνω στον «τεχνικό καταμερισμό της εργασίας».

- Η ιδεολογία που επιβάλλει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός στους εκπαιδευόμενους καθορίζεται, όχι απλά από τις αξίες και τον τρόπο ζωής των αστών, αλλά από τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης θέσης, που θα καταλάβουν μελλοντικά οι εργαζόμενοι στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας.

Τελικά η εκπαίδευση, ως ΙΜΚ, καλείται να συμβάλλει στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής, μέσα από την αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων. Για την επιτυχέστερη λειτουργία της προς αυτή την κατεύθυνση, η εκπαίδευση προσλαμβάνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Γ. Γενικά Χαρακτηριστικά της Καπιταλιστικής Εκπαίδευσης

1. Η εκπαίδευση είναι δομικά διαχωρισμένη από την παραγωγή.

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ένας τρόπος παραγωγής του οποίου η κινητήρια δύναμη είναι η κερδοφορία και συσσώρευση του κεφαλαίου. Με την έννοια αυτή κάθε ατομικός κεφαλαιοκράτης δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για το τι παράγει (ειδίκευση), αλλά για το κέρδος από την παραγωγή της δεδομένης αξίας χρήσης. Με την έννοια αυτή μπορεί να αποσύρει το κεφάλαιό του από ένα κλάδο, αν δεν είναι κερδοφόρος και να το τοποθετήσει σε άλλο. Έτσι, δημιουργείται η ανάγκη για ολόπλευρη κινητικότητα του κεφαλαίου, άρα και για ολόπλευρη κινητικότητα τόσο της εργατικής τάξης, όσο και των φορέων που επιφορτίζονται με τις λειτουργίες του κεφαλαίου (έλεγχος και διεύθυνση της παραγωγής, κατοχή του μονοπωλίου της επιστημονικής γνώσης). Η τάση για απλοποίηση των επιμέρους εργασιακών διαδικασιών, όμως, δε μπορεί από μόνη της να απαντήσει στην επιδιωκόμενη «ολόπλευρη κινητικότητα» της εργατικής δύναμης. Ακριβώς εκεί παρεμβαίνει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, ο οποίος αναλαμβάνει να καταστήσει τους εκπαιδευόμενους «ικανούς» για προσαρμογή στις συγκεκριμένες ανάγκες ύπαρξης κάθε κεφαλαίου και να αμβλύνει την αντίφαση που δημιουργείται από την απαίτηση τόσο για κινητικότητα του εργάτη εντός της καπιταλιστικής παραγωγής (συλλογικός κεφαλαιοκράτης) όσο και για ειδίκευση του σε μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία (ατομικός κεφαλαιοκράτης).

Από την άλλη, η καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία δε μπορεί να εξασφαλίσει από μόνη της, την εγχάραξη στην εργατική τάξη εκείνων των αξιών, του τρόπου ζωής και των ιδιαίτερων κανόνων συμπεριφοράς που αντιστοιχούν στη θέση της στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Δε μπορεί, δηλαδή, να εγγυηθεί την ιδεολογική κυριαρχία και ηγεμονία της αστικής τάξης πάνω στην εργατική. Έτσι, ο εκπαιδευτικός ΙΜΚ αναλαμβάνει να επιλύσει αυτή την αντίφαση.

Η αποτύπωση, λοιπόν, της κυρίαρχης ιδεολογίας και η εκμάθηση δεξιοτήτων, ώστε να γίνει δυνατή η επιτυχημένη ένταξη του φορέα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της εργασιακής διαδικασίας, διαχωρίζονται από την παραγωγή και ενοποιούνται στην ενιαία κρατική λειτουργία της εκπαίδευσης.

Ο δομικός διαχωρισμός της εκπαίδευσης από την παραγωγή, όμως, πάνω από όλα αντανακλά το χωρισμό της χειρονακτικής / εκτελεστικής από τη διανοητική / διευθυντική –εποπτική εργασία που προσιδιάζει στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και συμβάλλει στην αναπαραγωγή τους. Αντιπροσωπεύει το προτσές απόσπασης της άμεσης πείρας του εργάτη και συγκρότησής – συστηματοποίησής της ενάντιά του, ως επιστήμη («…Αυτό που χάνουν οι εργάτες συγκεντρώνεται απέναντί τους, στο κεφάλαιο…», Μαρξ). Η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, προϋποθέτει όχι μόνο τη μη κατοχή μέσων παραγωγής από τους εργάτες, αλλά πολύ περισσότερο την οργάνωση (οριζόντια και κάθετα) της παραγωγής με τέτοιο τρόπο, που να εξασφαλίζει την υποταγή του εργάτη στα μέσα παραγωγής, τη μη γνώση – έλεγχο της συνολικής διαδικασίας παραγωγής, την αποσπασματική – κατακερματισμένη εργασία.

2. Η εκπαίδευση έχει σαν φορέα της το κράτος και παρέχεται από ένα ενιαίο «εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα».

Το αστικό κράτος, ως εκφραστής του συνολικού κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος, οργανώνει και ενοποιεί την εκπαιδευτική λειτουργία ως ένα «ενιαίο εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα», θεσμοθετεί την υποχρεωτική βασική εκπαίδευση και συγκροτεί έτσι τον κυρίαρχο ΙΜΚ. Επειδή ακριβώς ο ρόλος της είναι τόσο σημαντικός, είτε πρόκειται για δημόσια είτε για ιδιωτική εκπαίδευση, το κράτος θέτει το συνολικό πλαίσιο λειτουργίας, το περιεχόμενο των γνώσεων που παρέχονται, την αντίστοιχη νομοθεσία και φέρει τελικά την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία της.

Η εκπαιδευτική λειτουργία είναι ενιαία, διότι το εκπαιδευτικό σύστημα οργανώνεται σαν ένας ενοποιημένος μηχανισμός με κεντρική διεύθυνση, ώστε να απευθύνεται ισότιμα σε όλους τους «υπό ένταξη πολίτες», να ιεραρχεί το «σωστό» και «ενιαίο» σύνολο γνώσεων και να τις παρέχει με «ισότιμο» και «ενιαίο» τρόπο σε όλους τους πολίτες. Παράλληλα, επιλέγει και αυτούς που έχουν τις «κλίσεις» και τις «ικανότητες» για περισσότερη μόρφωση. Η γενίκευση της εκπαίδευσης αποκρύπτει τον κοινωνικό της ρόλο και την εγγενή ταξικότητά της.

3. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός δομείται σε τρεις βαθμίδες. Η πρόσβαση από την κατώτερη (υποχρεωτική) προς τη μέση και την ανώτατη γίνεται με «αξιοκρατικά» κριτήρια.

Η κινητικότητα από κατώτερη σε ανώτερη βαθμίδα γίνεται με βάση «αξιοκρατικά» κριτήρια, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ουσιαστικά ελεύθερη για όλους τους εκπαιδευόμενους, ανεξάρτητα από την ταξική τους προέλευση. Έτσι, η αξιοκρατική οργάνωση της εκπαίδευσης επιτελεί ένα σημαντικότατο ιδεολογικό ρόλο: Αποκρύβει την ταξικότητα της εκπαιδευτικής λειτουργίας και τον κοινωνικό ρόλο της επιλογής. Ως αξιοκρατική, η επιλογή γίνεται με βάση τη γνώση που αποκτήθηκε από το προηγούμενο επίπεδο (με «αντικειμενικά» ποσοτικά κριτήρια), οπότε αυτή παρουσιάζεται τελικά ως μια διαγνωστική μέθοδος, που αντιμετωπίζει τις διανοητικές ικανότητες κάθε εκπαιδευόμενου ως κάτι το αντικειμενικό και αποκομμένο από την ταξική του ένταξη, όσο και από τον κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης και το οποίο τελικά προέρχεται από τις διαφορετικές ατομικές ικανότητες τους.

Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η δομή του εκπαιδευτικού μηχανισμού και η ιεραρχία που ενυπάρχει σ’ αυτή προκύπτει από τις ίδιες τις ανάγκες της παραγωγικής ιεραρχίας στο καπιταλιστικό σύστημα, τις οποίες και αντανακλά και αναπαράγει στα πλαίσια του καταμερισμού εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι η κατώτερη βαθμίδα παρέχει την κοινωνικά αναγκαία μόρφωση η οποία προετοιμάζει τις λαϊκές τάξεις για τις κοινωνικές παραγωγικές λειτουργίες, ενώ αντίστοιχα το πανεπιστήμιο τροφοδοτεί τις ανώτερες θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, γεγονός που καθιστά για το κράτος την εκπαίδευση προνομιακό πεδίο σύναψης κοινωνικών συμμαχιών.

4. Η σύγχρονη εκπαίδευση διακρίνεται, επίσης, σε επαγγελματική και γενική.

Οι δύο αυτοί τύποι εκπαίδευσης επιτελούν διακριτούς ρόλους το καπιταλιστικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, η γενική εκπαίδευση παρέχει εμπειρικές ή επαγγελματικές γνώσεις και πρότυπα συμπεριφοράς τα οποία είναι απαραίτητα για όλες τις κατηγορίες κοινωνικών λειτουργιών και συγκροτούν την αναγκαία βάση για τη μετέπειτα παροχή ειδικών γνώσεων και την ένταξη των εκπαιδευόμενων σε συγκεκριμένο κάθε φορά επίπεδο της κοινωνικής ιεραρχίας.

Αντίθετα, η επαγγελματική εκπαίδευση παρέχει γνώσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες λειτουργίας συγκεκριμένου τομέα κοινωνικών δραστηριοτήτων και τους προσανατολίζει προς ομοειδή κατηγορία θέσεων στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Παρεμβάλλεται, δηλαδή σε περιπτώσεις όπου η αντίφαση ανάμεσα στην κινητικότητα της εργατικής δύναμης και η απαίτηση για ειδίκευση της σε μια παραγωγική λειτουργία εμφανίζεται οξυμένη.

Δ. Αντιφάσεις στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Από όσα αναφέραμε παραπάνω, συνάγεται ότι ο εκπαιδευτικός μηχανισμός διέπεται από αντιφάσεις και αναπαράγει (πολλές φορές οξύνοντας με την ίδια τη λειτουργία του) τις αντιφάσεις αυτές:

Η αντίφαση μεταξύ της ανάγκης ειδίκευσης της εργατικής δύναμης σε μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία (τόσο στις τεχνικές δεξιότητες, όσο και στις αντίστοιχες ιδεολογικές πρακτικές) και κινητικότητας μεταξύ των διάφορων κλάδων του κεφαλαίου.

Η «διαφορά φάσης» μεταξύ του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας (της παραγωγής) και της δυνατότητας της εκπαίδευσης να προσαρμόζεται στις αλλαγές που συντελούνται με το βάθεμά του. Έτσι δεν είναι δυνατό να υπάρχει πλήρης αντιστοίχηση των απόφοιτων με τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στην παραγωγή, καταγράφεται, δηλαδή δομικά μια αδυναμία του εκπαιδευτικού μηχανισμού να κατανείμει με επιτυχία τους απόφοιτους στις θέσεις που δημιουργεί και αναδημιουργεί ο κοινωνικός (καπιταλιστικός) καταμερισμός της εργασίας (κατανεμητική αστάθεια). Η δυνατότητα επίλυσης της αντίφασης αυτής μέσω του εκπαιδευτικού σχεδιασμού και προγραμματισμού δεν υφίσταται, λόγω του «απρόβλεπτου» της καπιταλιστικής παραγωγής και οι αντιφάσεις της κατανεμητικής λειτουργίας της εκπαίδευσης (ειδικά σε συνθήκες αναδιάρθρωσης στην παραγωγή) οξύνονται.

Η αδυναμία του εκπαιδευτικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στον ιδεολογικό του ρόλο, δηλαδή να συστηματοποιήσει και να διαδώσει με επιτυχία στους εκπαιδευόμενους την κυρίαρχη ιδεολογία και να καταστήσει πρόθυμους τους εκπαιδευόμενους να αποδεχτούν την εκπαιδευτική λειτουργία και τον μελλοντικό κοινωνικό τους ρόλο, έτσι όπως αυτός καθορίζεται από τις σχέσεις εξουσίας. Οι αντιφάσεις του εκπαιδευτικού μηχανισμού στο ιδεολογικό επίπεδο μπορεί να εκφραστούν με την αδυναμία του να νομιμοποιήσει την «αξιοκρατική» επιλογή, την εκπαιδευτική και κοινωνική ιεραρχία, την ουδετερότητα της γνώσης και της τεχνικής, τη νομιμοποίηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Επιπλέον, εντός του εκπαιδευτικού ΙΜΚ αναπαράγονται μια σειρά από ενδοαστικές ιδεολογικές αντιφάσεις και μοντέλα – στόχοι για την εκπαιδευτική λειτουργία: Τέτοια είναι η αντίφαση μεταξύ «τεχνοκρατικής» και «φιλελεύθερης» αντίληψης για την εκπαίδευση, όπου από τη μία γίνεται λόγος για την ανάγκη προσαρμογής της εκπαίδευσης στις ανάγκες της παραγωγής, την αυστηρότερη ιεραρχία και οργάνωση και από την άλλη για την «αυταξία» της μόρφωσης, τη σπουδαιότητά της για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και άρα για το δικαίωμα όλων στη μόρφωση και την ανάγκη για εκπαιδευτική ισοπολιτεία.

Ε. Το Πανεπιστήμιο ως ΙΜΚ – Σκοπός και λειτουργία του

Το πανεπιστήμιο αποτελεί την ανώτερη επαγγελματική βαθμίδα της εκπαίδευσης. Αυτό σημαίνει ότι αποτελεί τμήμα του εκπαιδευτικού μηχανισμού και ως εκ τούτου αποτελεί έναν Ιδεολογικό Μηχανισμό του Κράτους, εντάσσεται δηλαδή στη σφαίρα της αναπαραγωγής των προϋποθέσεων των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο ρόλος τον οποίο αναλαμβάνει ως τμήμα του εκπαιδευτικού μηχανισμού είναι μέρος της αναπαραγωγής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και η ιδεολογική νομιμοποίηση του. Κατά συνέπεια, γίνεται διάκριση σε ιδεολογικό και κατανεμητικό ρόλο του Πανεπιστημιακού ΙΜΚ.

Πέρα από τις δύο βασικές λειτουργίες του, το πανεπιστήμιο έχει και οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματα. Αυτά αφορούν στην αναπαραγωγή δεξιοτήτων, ειδικεύσεων και κοινωνικών ιεραρχιών αναγκαίων για την παραγωγή και στην παραγωγή νέων επιστημονικών γνώσεων (στα πλαίσια συγκρότησης της επιστήμης σε αυτόνομη παραγωγική δύναμη), αλλά και παράλληλα στη δυνατότητα ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας που προσφέρει στη νέα μικροαστική τάξη, γεγονός που το καθιστά και μηχανισμό σύναψης κοινωνικών συμμαχιών.

Οργανικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η αναζήτηση νέων επιστημονικών γνώσεων οι οποίες θα εφαρμοστούν είτε σε τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες στην παραγωγή, είτε στη βελτίωση και αναπροσαρμογή ήδη υπαρχόντων τεχνολογιών και προϊόντων, δηλαδή η «έρευνα». Η προτεραιότητα του κεφαλαίου είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης ως εκεί που είναι εφικτή και η διατήρηση και η αύξηση του βαθμού στον οποίο η ζωντανή εργασία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Όμως, η τάση για εφαρμογή όλο και περισσότερων επιστημονικών στοιχείων στην παραγωγή απαιτεί βασική επιστημονική έρευνα. Η βασική έρευνα έχει στόχο την παραγωγή νέων γνώσεων οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα άμεση εφαρμογή. Ακόμη έχει μεγάλο κόστος (και όπως ήδη αναφέρθηκε, όχι άμεσα εφαρμόσιμα προϊόντα) Ο κύριος όγκος της έρευνας αυτής διεκπεραιώνεται από τα πανεπιστήμια και κρατικά ή κρατικά επιχορηγούμενα ερευνητικά κέντρα. Αντίθετα η εφαρμοσμένη έρευνα γίνεται κατά κύριο λόγο μέσα στις επιχειρήσεις αφού προϋποθέτει τις απαιτήσεις της κάθε επιχείρησης. Παρ’ όλα αυτά το που γίνεται η βασική και η εφαρμοσμένη έρευνα μπορεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα. Έτσι ο Πανεπιστημιακός Μηχανισμός, αποτελεί βασικό παράγοντα ερευνητικής δραστηριότητας για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Στην όλη αναπαραγωγική διαδικασία (άρα και στη συγκρότηση του Πανεπιστημιακού ΙΜΚ), ο ρόλος του κράτους ως εγγυητή, οργανωτή και επικυρωτή διατηρείται, αφού η αναπαραγωγική λειτουργία αφορά το συνολικό μακροπρόθεσμο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον. Έτσι, η συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης και της έρευνας είναι αναντικατάστατη. Όπως κάθε αναπαραγωγική λειτουργία, η εκπαίδευση (άρα και το πανεπιστήμιο) δε θα μπορούσε να γίνει (τουλάχιστον με ένα διευρυμένο τρόπο) πεδίο άμεσης κερδοφορίας για το κεφάλαιο, αφού το κόστος για να αναλάβει ένας μεμονωμένος κεφαλαιοκράτης τέτοιες δραστηριότητες είναι πολύ μεγάλο. Στα ίδια πλαίσια ούτε η έρευνα καθεαυτή μπορεί να αποτελέσει πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο (κάτι τέτοιο, όμως, δε γίνεται μόνο για οικονομικούς σκοπούς, αφού η αναπαραγωγική λειτουργία έγκειται στην αναπαραγωγή, κυρίως, των πολιτικών και ιδεολογικών προϋποθέσεων της παραγωγής και αφορά το συνολικό μακροπρόθεσμο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον). Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο τρόπος και ο βαθμός συμμετοχής του κράτους στη χρηματοδότηση αφορά την εξέλιξη του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, άρα και το μέγεθος και οι προϋποθέσεις των κρατικών χρηματοδοτήσεων είναι διακύβευμα, όπως σε τελική ανάλυση, και το σε ποιο βαθμό οι εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητες θα μπορούν να συγκροτούνται σε ‘εμπορεύματα’.

ΣΤ. Η Νεολαία ως κοινωνική κατηγορία – Φοιτητικό Κίνημα

Ο δομικός διαχωρισμός της εκπαίδευσης από την παραγωγή, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μια ιδιαίτερης, διαταξικής κοινωνικής ομάδας, της νεολαίας. Η νεολαία αποτελεί το σύνολο των φορέων που είναι υπό ένταξη στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αν και αποτελεί μια διαταξικής κοινωνική ομάδα, η ιδιαίτερη ένταξή της (το φιλτράρισμά της) με ενιαίο τρόπο στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (κυρίως στον εκπαιδευτικό και οικογενειακό ΙΜΚ, αλλά δευτερευόντως και στο στρατό ή τον πολιτιστικό ΙΜΚ) της προσδίδει μια σειρά από κοινά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, άρα και μια ιδιαίτερη ιδεολογικοπολιτική ενότητα και συνοχή. Η ενότητα αυτή αφορά αποκλειστικά το πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων και οδηγεί στη συγκρότηση της νεολαίας σε ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία. Αυτό το γεγονός δίνει τη δυνατότητα της πολιτικής παρέμβασης στη νεολαία και τη συγκρότηση σε κοινωνική δύναμη, γεγονός που δεν εξαρτάται κυρίως από την ταξική ένταξη των φορέων (στα πλαίσια της σφαίρας της κατανάλωσης μέσω της οικογένειας), αλλά από τη συγκυρία της ταξικής πάλης εντός του εκπαιδευτικού ΙΜΚ και συνολικά του κοινωνικού σχηματισμού. Η παρέμβασή της έχει άξονα τις αντιφάσεις του εκπαιδευτικού ΙΜΚ, που αναδεικνύονται από την πολιτική και ιδεολογική ταξική πάλη πρωτίστως στο χώρο της εκπαίδευσης, αλλά και της κοινωνίας γενικά.

Η κοινή ένταξη των νέων στον εκπαιδευτικό μηχανισμό δημιουργεί κάποια κοινά συμφέροντα και διεκδικήσεις, όπως η ελεύθερη πρόσβαση, τα ενιαία εργασιακά – επαγγελματικά δικαιώματα κτλ. Η συγκρότηση της νεολαίας σε κοινωνική δύναμη, δίνει τη δυνατότητα όξυνσης των αντιφάσεων του εκπαιδευτικού (και αποτελεί προνομιακό πεδίο ανάδειξης μιας αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής), ειδικά σε περιόδους που η κρατική πολιτική στο εσωτερικό των μηχανισμών αυτών βάζει στο στόχαστρο τα ιδιαίτερα νεολαιίστικα συμφέροντα.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:

Πανεπιστήμιο και Καπιταλιστική Αναδιάρθρωση

Α. Το Ελληνικό Πανεπιστήμιο και η συγκυρία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον Ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

Μετά την κρίση υπερσυσσώρευσης, που εκδηλώθηκε σε διεθνή κλίμακα γύρω στα 1973, οι ανεπτυγμένοι καπιταλιστικοί σχηματισμοί, με ηγεμονική δύναμη τις ΗΠΑ, μπαίνουν στη φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, σε μια προσπάθεια για έξοδο από την κρίση. Η φάση αυτή του ιμπεριαλιστικού σταδίου, σηματοδοτούσε μια σειρά από στόχους ειδικά για το επίπεδο της καπιταλιστικής παραγωγής (της οικονομίας) και συνακόλουθα για σύνολο της κοινωνικής δομής, άρα και του εποικοδομήματος και των μηχανισμών αναπαραγωγής.

Οι στόχοι αυτοί αφορούν την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, σε διεθνές επίπεδο και την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου. Η φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης σηματοδοτεί την εκκαθάριση των μη παραγωγικών κεφαλαίων, την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της εργασίας (εισαγωγή οργανωτικών καινοτομιών) με στόχο την ακόμα μεγαλύτερη υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και απόσπαση υπεραξίας από τους εργάτες, την εισαγωγή επιστημονικών καινοτομιών στην παραγωγή (σχετική υπεραξία), την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων (ελαστική εργασία, ημιαπασχόληση) και την επαναδιαπραγμάτευση του εργασιακού και κοινωνικού συμβολαίου στους ανεπτυγμένους καπιταλιστικούς – ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς (αλλαγή στο ασφαλιστικό σύστημα και το «κοινωνικό κράτος»), σε βάρος των εργαζομένων. Ειδικά για την Ευρώπη (και τηρουμένων των αναλογιών για την Ελλάδα ως μέλος της ΕΟΚ) η παραγωγή τεχνολογικών και επιστημονικών καινοτομιών και η εισαγωγή τους στην παραγωγή, αποτελεί βασική προτεραιότητα, που αφορά εκτός των άλλων και τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, αφού αυτές κατέχουν ούτως ή άλλως την πρωτοκαθεδρία στη στρατιωτική ισχύ στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Σε αυτά τα πλαίσια, εκκινεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης του Ελληνικού καπιταλισμού, με συμβολική στιγμή το 1985 με τις πολιτικές λιτότητας του Α. Παπανδρέου. Το Ελληνικό πανεπιστήμιο καλείται αναδιαρθρωθεί και να συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση της κερδοφορίας του Ελληνικού κεφαλαίου με τη διαμόρφωση μιας εργατικής δύναμης πιο πολυλειτουργικής, παραγωγικής και περισσότερο πειθαρχημένης, που θα μπορεί να θέτει σε κίνηση τις νέες τεχνολογίες που εισάγονται στην παραγωγή (αύξηση δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζόμενου). Επιπλέον, καλείται να εναρμονίσει τα αντικείμενα που διδάσκει με τις νέες ειδικότητες που παράγει το βάθεμα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και να παράγει επιστημονικές – τεχνολογικές γνώσεις για την παραγωγή, καθώς και να επαναπροσδιορίσει τα ιδεολογικά σύνολα που εμφυσεί στους εκπαιδευόμενους, προσαρμόζοντάς τα εκ νέου στις κυρίαρχες αξίες και προτεραιότητες του κεφαλαίου σε συνθήκες αναδιάρθρωσης.

Β. Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις για τον πανεπιστημιακό μηχανισμό σε συνθήκες αναδιάρθρωσης;

1. Η διεκπεραίωση της ιδεολογικής του λειτουργίας, της εγχάραξης, δηλαδή, της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά και της επικύρωσης του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στους εκπαιδευόμενους. Ταυτόχρονα, βασική ιδεολογική πρακτική που καλείται να προβάλλει είναι ο ατομισμός, η απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών, καθώς επίσης και η αξιοκρατία, προβάλλοντας την ισότητα των ευκαιριών για πανεπιστημιακές σπουδές σε όλους αρκεί να είναι άξιοι, επιχειρώντας έτσι να αποκρύψει τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Ένα πρώτο, πολύ βασικό, βήμα προς την κατεύθυνση αυτή αποτέλεσε η εισαγωγή με το νόμο – πλαίσιο το 1982 από το ΠΑΣΟΚ, του υφιστάμενου (ως και τις μέρες μας) θεσμικού πλαισίου για τη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Βασικός στόχος του νόμου πλαισίου ήταν η εξομάλυνση της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του πανεπιστημιακού ΙΜΚ, η πειθάρχηση των φοιτητών και του κινήματός τους και η εύρυθμη – απρόσκοπτη λειτουργία του πανεπιστημίου. Ταυτόχρονα εισήγαγε τη δυνατότητα έναρξης της προσπάθειας παραγωγικοποίησης του πανεπιστημιακού μηχανισμού (μεταπτυχιακά). Βασικά σημεία του νόμου πλαισίου ήταν:

· Η εξομάλυνση της φοίτησης με την εισαγωγή των εξαμήνων

· Η αλλαγή στον τρόπο διοίκησης και εσωτερικής οργάνωσης του πανεπιστημίου, με την αντικατάσταση της έδρας από τους τομείς («δημοκρατικότερο»πλαίσιο λειτουργίας) και την ενσωμάτωση του ΕΔΠ (κατώτερο προσωπικό – επιστημονικοί συνεργάτες, λέκτορες κτλ) στο ενιαίο ΔΕΠ

· Η Συνδιοίκηση των σχολών και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από καθηγητές και φοιτητές (σε τέτοια αναλογία φοιτητών-καθηγητών που να μην εμποδίζεται τυπικά η απρόσκοπτη η λειτουργία τους, την οποία το ΔΕΠ καλείται να εξασφαλίσει). Η συνδιοίκηση είχε στόχο την ενσωμάτωση του ιδιαίτερα πολιτικοποιημένου και ριζοσπαστικού φκ και την εισαγωγή του ιδεολογήματος της ενιαίας ακαδημαϊκής κοινότητας και των κοινών συμφερόντων φοιτητών - καθηγητών

· Η δυνατότητα ίδρυσης μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών από τις σχολές και τα ιδρύματα

Τα τελευταία χρόνια, μετά τις σημαντικές μάχες του φοιτητικού κινήματος ενάντια στο νόμο πλαίσιο και τα μέτρα πειθάρχησης (καταλήψεις 1987), το κράτος επιτυγχάνει σε γενικές γραμμές την ιδεολογική σταθεροποίηση του πανεπιστημιακού ΙΜΚ και επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τον ιδεολογικό του ρόλο. Βασικός στόχος είναι πλέον, να αποδεχτούν οι φοιτητές τις νέες συνθήκες στην αγορά εργασίας και να συμμορφωθούν με αυτές (έντονη κινητικότητα, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, συχνές εναλλαγές εργασίας, ανεργία, αυξημένες απαιτήσεις των εργοδοτών σε συνδυασμό με μειωμένες αποδοχές για τους εργαζόμενους). Γίνεται έτσι μια προσπάθεια συγκράτησης των προσδοκιών των εκπαιδευόμενων για (καλή) εργασιακή αποκατάσταση με την κατοχή πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών, μέσω του ιδεολογήματος ότι ποτέ κανείς δεν είναι αρκετά καλός (το τελευταίο αποτελεί ειδικό αποτέλεσμα της εισαγωγής της έννοιας της δια βίου κατάρτισης και της προσπάθειας μετάλλαξης του χαρακτήρα του πτυχίου σε μια απλή πιστοποίηση-βεβαίωση σπουδών, που δεν αντιστοιχεί σε κάποια εργασιακά δικαιώματα). Σημαντικό ρόλο στις ιδεολογικές σχέσεις που επιδιώκει να προβάλλει ο πανεπιστημιακός ΙΜΚ, είναι η ενσωμάτωση από τους εκπαιδευόμενους των προτεραιοτήτων του κεφαλαίου σε όλα τα επίπεδα και η προσπάθεια εισαγωγής ενός προτύπου οικονομικής αποτελεσματικότητας για κάθε πανεπιστημιακή λειτουργία, δηλαδή η πλήρης υποταγή του πανεπιστημίου στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

2. Η εκπλήρωση της κατανεμητικής του λειτουργίας, της κατανομής, δηλαδή, των εκπαιδευόμενων στις θέσεις που δημιουργεί και αναδημιουργεί ο καπιταλιστικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας. Έτσι προκύπτει και το βασικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει το πανεπιστήμιο σήμερα: Ο χειρισμός της κατανεμητικής αστάθειας, η αδυναμία, δηλαδή να εκπληρώσει επιτυχώς την κατανεμητική του λειτουργία, αφού το βάθεμα του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας δημιουργεί συνεχώς νέες ειδικεύσεις και ανάγκες στην αγορά εργασίας, που το πανεπιστήμιο αδυνατεί να εισάγει στις τάξεις του, αφού προσκρούει σε παγιωμένες προσδοκίες και δικαιώματα.

Η στρατηγική που έχει επιλεγεί το κράτος για το χειρισμό της κατανεμητικής αστάθειας είναι το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ταυτόχρονη ρευστοποίηση εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών τίτλων.

Πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η τυπική αναίρεση των εργασιακών δικαιωμάτων του πρώτου πτυχίου με τους εξής τρόπους:

· Κατάργηση θεσμικών μορφών κατοχύρωσης, πχ. Επετηρίδα

· Διάσπαση προγραμμάτων σπουδών που περιείχαν εργασιακά δικαιώματα

· Κατατμήσεις τμημάτων

· Δημιουργία νέων τμημάτων με υπερβάλλουσα ζήτηση, χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα, πχ. Προγράμματα κατάρτισης και νέα εξειδικευμένα τμήματα

· Παράπλευρο δίκτυο ημιπανεπιστημιακών σπουδών για όσους δεν πέρασαν, πχ. ΠΣΕ ή ΙΔΒΕ, Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Δεύτερο βήμα αποτελεί η διαμόρφωση επάλληλων κύκλων μεταπτυχιακών σπουδών, που θα αποτελούν ολοένα και περισσότερο την τυπική προϋπόθεση αρκετών θέσεων διανοητικής εργασίας.

Τρίτο βήμα είναι η διαμόρφωση ενός δικτύου Δια Βίου Εκπαίδευσης ή Κατάρτισης, που θα επιτρέπει να αντιμετωπίζεται το πρώτο πτυχίο ως μια απλή βάση και στο οποίο θα επιστρέφει κανείς για να ξαναεκπαιδευτεί με δική του ευθύνη και κόστος, μόλις απαξιώνονται οι γνώσεις του στην αγορά εργασίας. Η δια βίου Εκπαίδευση αποτελεί και το βασικό σχήμα που επιδιώκει να υιοθετήσει το κράτος για το χειρισμό της αντίφασεις ειδίκευσης – κινητικότητας.

Παράλληλα με τα παραπάνω, είναι σε εξέλιξη μια προσπάθεια μετάλλαξης του χαρακτήρα του πτυχίου με τη μετάβαση σε ένα σύστημα πιστοποίησης προσόντων. Από πτυχία με ελάχιστη διάρκεια 4 ή 5 χρόνια (6 για τις ιατρικές) που περικλείουν εργασιακά δικαιώματα, σε πτυχία με ελάχιστη διάρκεια τα 3 χρόνια (bachelor), τα οποία απλά θα πιστοποιούν έναν αυξημένο αλφαβητισμό στους κατόχους τους, θα αποτελούν δηλαδή ένα προσόν, που μαζί με άλλες ειδικεύσεις, μεταπτυχιακά, ΙΔΒΕ, θα διαμορφώνουν τον ατομικό φάκελο δεξιοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο εισάγονται οι μονάδες πιστοποίησης(πιστωτικές μονάδες-credits).

3. Η παραγωγικοποίηση των παρεχόμενων ειδικεύσεων, δηλαδή η προσπάθεια απάντησης στο πρόβλημα του πραγματικού αντικρίσματος των παρεχόμενων ειδικεύσεων και της μείωσης του κόστους μαθητείας για τις επιχειρήσεις. Μοχλός πίεσης για την πραγματοποίηση αυτής της διαδικασίας αποτελεί η όσμωση επιχειρήσεων και ΑΕΙ και η ανάληψη αυτοτελών προγραμμάτων έρευνας από τα ΑΕΙ. Έτσι είναι δυνατό, η άμεση εισαγωγή πιέσεων από την παραγωγή να δημιουργήσει ευνοϊκότερους όρους για τη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, του περιεχομένου τους και των τίτλων σπουδών σύμφωνα με τις επιταγές κράτους και επιχειρήσεων, βοηθώντας τον πανεπιστημιακό μηχανισμό να χειριστεί τόσο την κατανεμητική αστάθεια, όσο και την εγγενή αντίφαση ειδίκευσης – κινητικότητας.

4. Η παραγωγικοποίηση της έρευνας, δηλαδή η αξιοποίηση της ερευνητικής υποδομής των ΑΕΙ για την αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων. Η έρευνα που παράγεται εντός του πανεπιστημίου αποτελεί πλέον πεδίο παραγωγής καινοτομιών για τις επιχειρήσεις, έτσι έχουμε αλλαγή προσανατολισμού στην κατεύθυνση της έρευνας: Από “ελεύθερης” εφαρμογής παραγωγή επιστημονικών γνώσεων σε “άμεσης” εφαρμογής παραγωγή επιστημονικών γνώσεων.

Η ανάληψη του συνολικού κόστους της έρευνας και ειδικά της βασικής είναι πολύ δύσκολο να γίνει από ένα μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη. Οπότε έχουμε έρευνα για τις επιχειρήσεις στην υποδομή και με το προσωπικό του δημόσιου πανεπιστημίου. Το γεγονός αυτό δεν υποβαθμίζει την έρευνα που γίνεται έκτός του πανεπιστημίου αλλά, αυτή που γίνεται στο Πανεπιστήμιο θεωρείται πεδίο παραγωγής καινοτομιών με μικρό κόστος.

Εκτός των άλλων το Πανεπιστήμιο είναι σημαντικός χώρος ως προς τη συνολική δαπάνη για την έρευνα, δηλαδή έχει κυρίαρχο ρόλο στη συνολική αποδοτικότητα του τμήματος της δαπάνης που παρέχεται για έρευνα και ανάπτυξη από το κράτος ως συμβολή στη διαμόρφωση των γενικών όρων αύξησης της καπιταλιστικής παραγωγικότητας. Αυτό φυσικά έχει ως αποτέλεσμα την κατεύθυνση της έρευνας προς μια λογική οικονομικής αποτελεσματικότητας, δίνοντας δηλαδή μεγάλη σημασία στους όρους υπό τους οποίους διεξάγεται μια έρευνα καθώς και στην εκπλήρωση ορισμένων μετρήσιμων στόχων. Η σημασία αυτή εκφράζεται μέσω της σύνδεσης διανομής κονδυλίων με την αξιολόγηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Παρατηρείται έτσι, μεταβίβαση από τη γενική χρηματοδότηση στη χρηματοδότηση με κριτήρια ανταποδοτικότητας βάσει συγκεκριμένων ανταγωνιστικών προγραμμάτων.

Άρα, το κράτος δίνει έμφαση στην έρευνα με κριτήρια των επιχειρήσεων ώστε να πετύχει τη μείωση του κόστους παραγωγής καινοτομιών που χρειάζονται οι επιχειρήσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, η χρηματοδότηση για έρευνα και ανάπτυξη αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες, με τομή όμως την αμεσότερη επιρροή των αναγκών των επιχειρήσεων στις αποφάσεις για την έρευνα.

Ως προς την χρηματοδότηση, αν και οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες έχουν αρχίσει να αυξάνονται τελευταία, η βασική αναλογία δημόσιας – ιδιωτικής χρηματοδότησης παραμένει συντριπτικά υπέρ της δημόσιας. Αν θέλουμε να δούμε ένα ρόλο που έχει διαδραματίσει η ιδιωτική χρηματοδότηση είναι η πίεση για αναπροσανατολισμό της πανεπιστημιακής έρευνας προς πιο άμεσα αξιοποιήσιμα αποτελέσματα (ουσιαστική σύνδεση με την παραγωγή).

Η Έρευνα στην Ελλάδα

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 γίνεται προσπάθεια στην Ελλάδα για την ανασυγκρότηση της έρευνας. Παρά την αρχική έμφαση που δίνεται στα ερευνητικά κέντρα, παρατηρείται ότι σταδιακά κομβικός χώρος για την έρευνα γίνονται τα πανεπιστήμια. Στο πρωτόλειο αυτό επίπεδο, βασική τομή φέρνουν τα προγράμματα της ΕΟΚ, που έρχονται να λειτουργήσουν ως μοχλός συμμόρφωσης και αξιολόγησης των ιδρυμάτων που διεξάγουν έρευνα αλλά και εισάγουν την αναμόρφωση της ερευνητικής λειτουργίας στην Ελλάδα. Σταδιακά δημιουργούνται στα πανεπιστήμια είτε σε ξεχωριστά όργανα τα Ε.Π.Ι. «ερευνητικοί θύλακες» τα οποία απομακρύνονται συνολικά από την πολιτικοϊδεολογική διαπάλη εντός του Πανεπιστημίου και η λήψη αποφάσεων γι’ αυτά μεταφέρεται σε μη εκλεγμένα όργανα.

Οι συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, τώρα, που διέπουν την ελληνική πραγματικότητα είναι ότι πρώτον ο βασικός φορέας χρηματοδότησης της έρευνας παραμένει το κράτος (εθνικός κρατικός προϋπολογισμός και Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις) με αυξητικές τάσεις και όχι οι επιχειρήσεις και δεύτερον ότι βασικός φορέας πραγματοποίησης της έρευνας είναι το κράτος.

Οπότε η έρευνα γίνεται στα πανεπιστήμια με κρατική ή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Το ποσοστό των ερευνητικών επιδοτήσεων παίζει σημαντικό ρόλο στα συνολικά έσοδα των πανεπιστημίων και συνακόλουθα, δημιουργείται τυπικός ή άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ σχολών για την ανάληψη ερευνητικών προγραμμάτων. Ακόμη, ένα τμήμα του καθηγητικού προσωπικού αυξάνει μέσω των ερευνητικών προγραμμάτων σημαντικά τις απολαβές του, γεγονός που συμβάλλει στον αναπροσανατολισμό της έρευνας προς κατευθύνσεις συμβατές με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και όχι τόσο την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης.

Τέλος, παρατηρείται ότι και στην περίπτωση της χώρας μας δεν υπάρχει ουσιαστική μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας, αλλά ο αναπροσανατολισμός της προς την άμεση αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα.

5. Η διαμόρφωση των νέων οικονομικών των ΑΕΙ, η οποία συνίσταται τόσο στην αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών για τη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου (δηλ. των δαπανών για ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς), όσο και στον περιορισμό των αναδιανεμητικών δαπανών.

Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές και η αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού θα δημιουργήσουν κρίση στα οικονομικά των πανεπιστημίων. Αυτό το γεγονός προωθεί την ανάγκη αναζήτησης άλλων πηγών χρηματοδότησης εκτός από τη γενική κρατική, και αυτή για την έρευνα. Παρ’ όλα αυτά η κυριότερη τομή που θα επιχειρηθεί είναι η επίθεση στις αναδιανεμητικές δαπάνες και η εξ’ ολοκλήρου αναδιάρθρωση των κρατικών χρηματοδοτήσεων.

Σε ό,τι αφορά τον αναπροσανατολισμό της χρηματοδότησης, παρατηρείται μετάβαση από την πάγια γενική χρηματοδότηση σε χρηματοδότηση βάσει συγκεκριμένων προγραμμάτων, στον ανταγωνισμό για την απόσπαση κονδυλίων και στη χρηματοδότηση βάσει κριτηρίων ανταποδοτικότητας.

Σε ότι αφορά τις αναδιανεμητικές δαπάνες, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια στο φόντο της λογικής περιορισμού τους, βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια μετάλλαξης των όρων χρηματοδότησης της φοίτησης από το κράτος προς την κατεύθυνση της ανταποδοτικότητας και της πειθάρχησης. Απώτεροι στόχοι αυτής της πολιτικής του κράτους είναι να ξεφορτωθεί το περιττό κόστος διαβίωσης των φοιτητών (σίτιση, εστίες, μεταφορικά), όσο και καθεαυτού του κόστους φοίτησης (συγγράμματα, δίδακτρα στα μεταπτυχιακά), ειδικά στο βαθμό που αυτό δεν αποτελεί επίδικο της παρέμβασης του φοιτητικού κινήματος.

Γ. Αποτελέσματα και τομές της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του Ελληνικού Πανεπιστημίου

Η συγκυρία στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο μετά το νόμο Αρσένη βρίσκει την τελευταία θεσμική μορφή κατοχύρωσης εργασιακών δικαιωμάτων (επετηρίδα) να έχει καταργηθεί, γεγονός που είχε μεγάλη σημασία για τη συνολική στρατηγική του κράτους στο χώρο της εκπαίδευσης, αφού συνέτριψε το πιο τρανταχτό και εξόφθαλμο παράδειγμα σύνδεσης πτυχίου-επαγγέλματος, διαλύοντας με τον τρόπο αυτό ένα πολύ σημαντικό κομμάτι ιδεολογικών αναπαραστάσεων των φοιτητών.

Ταυτόχρονα, η εισαγωγή του ΑΣΕΠ και η ήττα του φκ σε ότι αφορά την επετηρίδα, έθεσε εκτός μάχης μια μεγάλη κατηγορία σχολών που αποτέλεσε πάντα ατμομηχανή για την ανάπτυξη φοιτητικών εξάρσεων, των καθηγητικών σχολών, αλλά και άλλων μεγάλων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (ΑΣΣΟΕ, Πάντειος)

Η αθρόα ίδρυση νέων, ως επί το πλείστον εξειδικευμένων τμημάτων δημιουργεί μια κατηγορία σχολών, που σε γενικές γραμμές δε συγκροτούνται μαζικές πρακτικές, κυρίως λόγω της οργανωτικής και πολιτικής αδυναμίας του φκ (και κυρίως των ΕΑΑΚ) να παρέμβει εκεί. Αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, είναι η μεγάλη αλλαγή προς το χειρότερο σε σχέση με το παρελθόν, του ποσοστού των συλλόγων που μπορούν να πυροδοτήσουν μια φοιτητική έξαρση.

Επιπλέον, ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων και η κατάτμηση υπαρχόντων τμημάτων σε επιμέρους εξειδικεύσεις (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των οικονομικών σχολών – ΑΣΣΟΕ, ΠΑΠΕΙ -, όσο και της Παντείου, που μέσα σε μια δεκαετία από τρία τμήματα διαιρέθηκε σε δέκα!), διασπά τα ενιαία πτυχία και ως εκ τούτου περιορίζει τη δυνατότητα κοινών πρακτικών διεκδίκησης.

Από την άλλη πλευρά, σε μια σειρά σχολών όπως οι Πολυτεχνικές και οι Ιατρικές συνεχίζουν να συγκροτούνται συλλογικές προσδοκίες εργασιακής αποκατάστασης και ενιαία εργασιακά δικαιώματα, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα για φοιτητικές κινητοποιήσεις. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι το πτυχίο του ΕΜΠ σηματοδοτεί (τόσο ιδεολογικά, όσο και σε ότι αφορά την εργασιακή αποκατάσταση) ότι και πριν δέκα χρόνια, αφού η ίδια η πραγματικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής είναι διαφορετική και το ίδιο και οι απαιτήσεις της. Τα σημάδια της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι ορατά και σε αυτές τις κατηγορίες σχολών, αφού ένα μεγάλο μέρος των νέων τμημάτων, αφορούν σε αντικείμενα τεχνολογιών αιχμής, δηλαδή κυρίως Πολυτεχνικών σχολών (Μηχανικοί παραγωγής και διοίκησης, Μηχανικοί ορυκτών πόρων, Μηχανικοί Η/Υ, Μηχανικοί Υλικών κτλ). Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται κυρίως σε περιφερειακά πανεπιστήμια (Γιάννενα, Βόλος, Χανιά).

Σημαντική τομή σε σχέση με το παρελθόν, αποτελεί ο μεγάλος πλέον αριθμός μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, που τείνουν, ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες σχολών που δεν έχουν πλέον αρκετή ζήτηση στην αγορά εργασίας (πχ Φιλοσοφική), να γίνουν απαραίτητη προϋπόθεση για την εργασιακή αποκατάσταση. Διαμορφώνονται έτσι οι όροι για τη θεώρηση (αρχικά τουλάχιστον στο ιδεολογικό πεδίο) του πτυχίου ως μια απλή πιστοποίηση ενός μορφωτικού επιπέδου, που δεν εξασφαλίζει απαραίτητα εργασία, παρά μόνο αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση των σπουδών σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Παρόλη την καταγραφή μιας σειράς ηττών και υποχωρήσεων από το φοιτητικό κίνημα προς όφελος της αναδιάρθρωσης και το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα του «εκσυγχρονισμού» του ελληνικού πανεπιστημίου είναι γεγονός, αυτό δε σημαίνει ότι το φοιτητικό κίνημα δεν έχει κατάγει σημαντικές καθυστερήσεις, αλλά και νίκες απέναντι σε σημαντικές αιχμές της τρέχουσας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Τόσο η κατάργηση των ΠΣΕ στο Πολυτεχνείο Κρήτης (αλλά και όπου αλλού είχαν ιδρυθεί), όσο η μη θεσμοθέτηση της τομής της αξιολόγησης, η αποτυχία εφαρμογής καθεαυτής της συνθήκης της Μπολώνια και του Αγγλοσαξονικού μοντέλου σπουδών (3+2) και η πίεση από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης για ένα πιο χαλαρό πλαίσιο (Πράγα), με σαφείς αναφορές στη δημόσια εκπαίδευση, οι αλλεπάλληλες ήττες της απόπειρας εφαρμογής των εξετάσεων για λήψη ειδικότητας στις ιατρικές σχολές, το σταμάτημα των αλλαγών προγραμμάτων σπουδών, της εισαγωγής εσωτερικών κανονισμών, της εντατικοποίησης – πειθάρχησης των φοιτητών στο εσωτερικό των σχολών, συνθέτουν την ανορθογραφία του Ελληνικού φοιτητικού κινήματος: Τη δυνατότητά του να υπάρχει ακόμα με μαζικούς όρους, να αναφέρεται σε έναν πολύ ευνοϊκότερο συσχετισμό δύναμης από ότι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, να συγκροτεί ακόμα τη δυνατότητά όξυνσης των αντιφάσεων της εκπαίδευσης και διεκδίκησης φοιτητικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών, αιτημάτων. Τη δυνατότητά του, σε τελική ανάλυση να πετυχαίνει νίκες απέναντι στις δυνάμεις του κεφαλαίου.

Δ. Αλλαγές στα χαρακτηριστικά της φοιτητικής νεολαίας

Το προχώρημα της αναδιάρθρωσης στο σύνολο του εκπαιδευτικού μηχανισμού (αλλαγές στο σχολείο και το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια), όσο στο Πανεπιστήμιο ειδικότερα εγγράφει, στη συγκυρία που διανύουμε, κάποια χαρακτηριστικά στον (υπό ένταξη) φοιτητικό πληθυσμό.

Αφ’ ενός, η σκληρή πειθάρχηση που επιχειρείται στα πλαίσια του σχολικού μηχανισμού με το σύστημα του εθνικού απολυτηρίου του Αρσένη (υπερεντατικοί ρυθμοί για τους μαθητές, επιβολή της αυθεντίας του καθηγητή, έλλειψη κριτικής αμφισβήτησης) οδηγεί στην πυροδότηση αντίρροπων τάσεων στο μαθητικό σώμα, που διατηρούνται και ίσως πολώνονται περισσότερο με την είσοδο στο Πανεπιστήμιο: Από τη μία πλευρά σημαντικό κομμάτι των μαθητών συντηρητικοποιείται (κυριαρχείται από το κυρίαρχο πρότυπο της εξατομίκευσης, του επιστημονισμού και έτσι αντιμετωπίζει το αμφιθέατρο ως τη συνέχεια του σχολείου και το πτυχίο ως το πρώτο βήμα σε ένα δύσβατο μονοπάτι προς την επαγγελματική του αποκατάσταση). Από την άλλη πλευρά ένα μικρότερο, αλλά μεγαλύτερο σε σχέση με το παρελθόν, κομμάτι μαθητών εμφανίζεται ριζοσπατικοποιημένο (Έχει αναφορά στην αριστερά εν γένει, ή στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης και το αντιπολεμικό κίνημα ή εμφανίζει πρακτικές αμφισβήτησης των δομών εξουσίας ).

Αφ’ ετέρου (σε ότι αφορά το πανεπιστήμιο), η στρατηγική ‘ανοίγματος’ του πανεπιστημιακού μηχανισμού έχει σαν αποτέλεσμα τη μαζικοποίηση του πανεπιστημίου και άρα η μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό παιδιών των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Όμως η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο γίνεται τις περισσότερες φορές με το τίμημα των μειωμένων προσδοκιών αποκατάστασης των φοιτητών μέσω του, αλλά και την αλλαγή του ιδεολογικού κλίματος μέσα στα Πανεπιστήμια προς όφελος του επιστημονισμού, ως ατομική απάντηση στην κακή εργασιακή προοπτική. Συνέπεια των παραπάνω είναι η υποχώρηση των μαζικών πρακτικών διεκδίκησης των υλικών συμφερόντων των φοιτητών (που αφορούν είτε την αντίσταση σε νομοσχέδια, είτε την επιθετική διεκδίκηση αιτημάτων)και του φκ., η μείωση της πολιτικής επιρροής της αριστεράς σε αυτό, η αποπολιτικοποίηση των φοιτητών και η αποδόμηση του φοιτητικού συνδικαλισμού.

Ε. Η τομή της Αξιολόγησης και τα αποτελέσματα που θα επιφέρει

Καταρχήν, όταν αναφερόμαστε στη διαδικασία αξιολόγησης των πανεπιστημίων, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι αναφερόμαστε σε μια νέα εποχή που η διαδικασία αυτή θα σηματοδοτήσει (αν εφαρμοστεί) για το Ελληνικό πανεπιστήμιο. Το ότι πρόκειται (κατά τα λεγόμενα του ΥΠΕΠΘ) για την επόμενη τομή που ετοιμάζεται από τη μεριά της κυβέρνησης, δεν αντανακλά μόνο την προσπάθειά για μεταρρυθμίσεις στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και τη διαμόρφωση (μέσα από το προχώρημα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης) ενός ευνοϊκότερου για το κράτος (σε σχέση με το παρελθόν), συσχετισμού δύναμης στο χώρο της εκπαίδευσης.

Η αξιολόγηση, φιλοδοξεί να αποτελέσει επί της ουσίας ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που θα αντανακλά την πραγματική υπαγωγή όλων των όψεων της λειτουργίας του πανεπιστημίου στις προτεραιότητες τις καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Θα αφορά τόσο τη δομή των τίτλων σπουδών, όσο και το περιεχόμενο – οργάνωση της γνώσης, την πειθάρχηση των φοιτητών, την αναπροσαρμογή των κονδυλίων και τον στόχων της έρευνας και όλων των στοιχείων - στόχων που συνθέτουν τη στρατηγική της αναδιάρθρωσης του ελληνικού πανεπιστημίου.

Η τομή της αξιολόγησης καθίσταται απαραίτητη για τη στρατηγική του κράτους στην εκπαίδευση από την στιγμή που δεν προκρίνεται ένα παραδείσιο νεοφιλελεύθερο σχήμα όπου απλώς η αγορά θα επικύρωνε τίτλους, ιδρύματα, είτε στη βάση του ποια ιδρύματα θα προτιμούσαν οι υποψήφιοι εκπαιδευόμενοι, είτε ποιων ιδρυμάτων οι απόφοιτοι θα έβρισκαν δουλειά, είτε τέλος ποια ιδρύματα θα αποσπούσαν ερευνητικά κονδύλια. Αντίθετα ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης παραμένει κρατικός, ενώ αναγκαία είναι η κρατική επικύρωση των κάθε είδους τίτλων. Κατά συνέπεια χρειάζονται αναγκαίοι ρυθμιστικοί φορείς, οι οποίοι θα αναλαμβάνουν να ασκούν πίεση στα ΑΕΙ για συμμόρφωση σε αναγκαίες απαιτήσεις αποδοτικότητας, εξαρτώντας από αυτές την -κυρίως κρατική- χρηματοδότηση, θα επικυρώνουν τίτλους και δεξιότητες, αλλά και θα δίνουν μια νομιμοποίηση στην κατηγοριοποίηση τμημάτων και ιδρυμάτων.

Είναι επίσης σαφές ότι η αξιολόγηση είναι πρώτα απ’ όλα μια προσπάθεια για την ιδεολογική νομιμοποίηση της κυρίαρχης πολιτικής και την παρουσίαση μιας σειράς αντιδραστικών τομών (σύνδεση με τις επιχειρήσεις, προσανατολισμός της έρευνας, περικοπές αναδιανεμητικών δαπανών, αναδιάρθρωση προγραμμάτων σπουδών, ευελιξία τίτλων και υποβάθμιση εργασιακών δικαιωμάτων) ως απλών ‘ποιοτικών’ βελτιώσεων. Ουσιαστικά η αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης παρουσιάζεται πλέον ως αυτονόητη προσαρμογή σε αντικειμενικές απαιτήσεις, απαλλάσσεται από την όποια φόρτιση είχε ως πολιτική στρατηγική, ως συμπύκνωση ταξικών συμφερόντων, ως διακύβευμα σε τελική ανάλυση ενός ορισμένου συσχετισμού δύναμης. Όλα αυτά που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια αποτελούν αντικείμενο συνδικαλιστικής πάλης (φοιτητικές κινητοποιήσεις) πολιτικής συζήτησης (βλ. την συζήτηση για το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, την έμμεση ιδιωτικοποίηση, την παιδεία των πολλών ταχυτήτων κλπ) και κοινωνικής αντιπαράθεσης (ανάμεσα στα συμφέροντα των φοιτητών και των εργαζόμενων από τη μια και των επιχειρήσεων από την άλλη), τώρα μετατρέπονται σε αυτονόητους και αντικειμενικούς ‘δείκτες ποιότητας’.

Η οποιαδήποτε συγκρότηση συμβουλίου αξιολόγησης (όπως το ΕΣΔΑΠ), θα έχει σκοπό την αλλαγή των όρων και του πλαισίου διεξαγωγής της πολιτική διαπάλης εντός του πανεπιστημίου, με τη μεταφορά σε κλειστά όργανα, έξω από την οποιαδήποτε δυνατότητα φοιτητικής παρέμβασης.

Είναι τέλος η εισαγωγή, για πρώτη φορά, ενός μηχανισμού με τον οποίο θα αναιρείται η τυπική ισοτιμία των πτυχίων διαφορετικών ΑΕΙ και θα διαμορφώνονται ιεραρχίες και κατατάξεις με βάση το βαθμό προσαρμογής στην κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική. Έχει σημασία –και αυτό δεν αφορά μόνο την ελληνική περίπτωση, αλλά και συνολικά την Ευρώπη- ότι ουσιαστικά η διαδικασία της αξιολόγησης αντικειμενικά υπονομεύει κάθε έννοια ενιαίων σε εθνικό επίπεδο τίτλων σπουδών και τείνει σε μια κατεύθυνση σαφώς διαβαθμισμένων τίτλων σπουδών, κάτι που θα επιτείνει και θα παγιώσει τάσεις που μέχρι τώρα υπήρχαν μόνο στο άτυπο επίπεδο της διαφορετικής αντιμετώπισης στην αγορά εργασίας ομοειδών πτυχίων προερχόμενων από διαφορετικά ιδρύματα.

Αριστερη Ανασυνθεση

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ

"...η βία παίζει κι έναν άλλο ρόλο στην Ιστορία, έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, είναι η μαμμή που από κάθε παλιά κοινωνία ξεγεννά μια καινούργια, αποτελεί το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές..."

Φρ. Ενγκελς

Οι κομουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους.
Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης.
Ας τρέμουν την επανάσταση οι άρχουσες τάξεις.
Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους.
Έχουν, όμως, να κερδίσουν έναν ολόκληρο κόσμο.

KΑΡΛ ΜΑΡΞ


Αντί ν' αποφασίζει μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη Βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα θα χρησίμευε στον οργανωμένο σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη, για να διαλέγει εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρησή του.


ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ


Τον πουλημένο και σαπισμένο κοινοβουλευτισμό της αστικής κοινωνίας η Κομμούνα τον αντικαταστάνει με θεσμούς, όπου η ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη, γιατί οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται οι ίδιοι, οι ίδιοι να εφαρμόζουν τους νόμους τους, οι ίδιοι να ελέγχουν τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους, οι ίδιοι να φέρνουν άμεσα την ευθύνη απέναντι στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί μένουν, μα δεν υπάρχει εδώ κοινοβουλευτισμός σαν ιδιαίτερο σύστημα, σαν χωρισμός της νομοθετικής από την εκτελεστική εργασία, σαν προνομιούχα θέση για τους βουλευτές.


Β. Ι. ΛΕΝΙΝ


Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδκή λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου. Πολλοί θα με πουν τυχοδιώκτη και είμαι, μόνο που είμαι άλλου είδους τυχοδιώκτης, ένας από εκείνους που προβάλλουν τα στήθη τους για να αποδείξουν τις αλήθειες τους.

Τσε Γκουεβάρα


Αν ο μόνος σκοπός που αξίζει τον κόπο κανείς να γεννηθεί είναι η λευτεριά, και μόλις γεννηθεί του την υποθηκεύουν τα συμφέροντα, τι άλλο του απομένει παρά η επανάσταση;


Γ. Σκαρίμπας.


Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Ξεπέρασμα της θρησκείας σαν απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τις αυταπάτες σχετικά με την κατάστασή του σημαίνει την απαίτηση να αρνηθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εν σπέρματι η κριτική της κοιλάδας αυτής των δακρύων, που η θρησκεία αποτελεί το φωτοστέφανό της.


ΚΑΡΛ. ΜΑΡΞ

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

KAMIA ΑΝΟΧΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Μνήμες ζαρτινιέρας ξύπνησαν ξανά στην Κύπρο μετά την προκλητική απόφαση του μόνιμου κακουργοδικείου λευκωσίας να αθωώσει τους 10 αστυνομικούς που ξυλοφόρτωσαν με απίστευτη αγριότητα 2 φοιτητές το Δεκέμβρη του 2005.

Μια απόφαση που προκάλεσε σοκ και οργή στη κοινή γνώμη και όλοι έσπευσαν να την καταδικάσουν, ακόμα και και κρατικοί αξιωματούχοι.

Οι υποκριτικές τους όμως δηλώσεις για το άδικο της απόφασης δεν μπορούν πλέον να ξεγελάσουν τον κόσμο για τις προθέσεις τους και τον ρόλο τους, ούτε να πείσουν εύκολα ότι πρόκειται απλά για μια λανθασμένη απόφαση της κατά τα άλλα ανεξάρτητης δικαιοσύνης, η για μεμονωμένο περιστατικό αστυνομικής βίας.

Αντιθέτως παρ όλες τις προσπάθειες πολιτικάντηδων, δημοσιογράφων, αστυνομικών, δικαστών, ακόμα και δικηγόρων(!) να υποβαθμίσουν το γεγονός ή να το παρουσιάσουν απλά ως ακόμα ένα σκάνδαλο, φαινόμενο διαφθοράς και διαπλοκής του δικαστικού σώματος και της αστυνομίας, σε μια περίοδο κρίσης θεσμών και αξιών όπως λένε οι ίδιοι, δεν κατάφεραν να κρύψουν τη γύμνια τους.

Και αυτό γιατί έχει γίνει ξεκάθαρο σε πολλούς με αυτό το γεγονός, ποιος είναι ο ρόλος των κατασταλτικών μηχανισμών του αστικού κράτους(μπάτσοι, δικαστές) αλλά και των ιδεολογικών μηχανισμών(μμε, σχολείο, εκκλησία) με τα όσα λέγονται αυτές τις μέρες, ιδιαίτερα μετά τις μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στη απόφαση, που έγιναν έξω από τα όρια των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος.

Προσπαθούν να τρομοκρατήσουν όποιον αμφισβητεί τη εξουσία των δικαστηρίων και της αστυνομίας και γενικά του αστικού κράτους και να δώσουν μήνυμα για το μέλλον. Η κοινωνική και πολιτική ανυπακοή και προπαντός η αντίσταση στις πολιτικές του κεφαλαίου θα τιμωρείται ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια ανατροπής τους. Στα πλαίσια αυτά η αστυνομική βία θα επιβραβεύεται και θα δικαιώνεται από τον κρατικό μηχανισμό.

Όσο όμως αυτή η βία αποκαλύπτεται και εξαπλώνεται στη κοινωνία(ιδιαίτερα απέναντι στους μετανάστες με τις επιχειρήσεις σκούπας ενάντια σε εκατοντάδες από αυτούς), τόσο θα μεγαλώνουν και οι ομάδες πληθυσμού που θα αντιστέκονται σε αυτή με κάθε μέσο(χαρακτηριστική περίπτωση οι οπαδοί που αντιμετωπίζοντας μια σκληρή καταστολή με ξύλο και άμεση φυλάκιση με βάση τον τρομονόμο)

Ειδικά σήμερα που το αστικό κράτος το διαχειρίζεται η επίσημη αριστερά, η οποία δείχνει πολιτική αδυναμία να αντιμετωπίσει, πόσο μάλλον να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος, είναι ξεκάθαρο σε πολλούς ποιος είναι και ο δικός μας ρόλος, νεολαία και εργαζόμενοι, απέναντι στη αστική εξουσία. Είναι ο δρόμος των ανεξάρτητων και συλλογικών αγώνων με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες για τη ανατροπή του σάπιου πολιτικού συστήματος. Αυτό ακριβώς φοβούνται και επιχειρούν να εκφοβίσουν όσους αγωνίζονται και αντιστέκονται, αλλά και να χειραγωγήσουν, να φέρουν στα μέτρα τους τις πρωτοβουλίες δράσης που γίνονται αυτές τις μέρες.

Όλα τα πολιτικά κόμματα και οι δορυφόροι τους στήριξαν το κυπριακό αστικό κράτος από ιδρύσεως του μέχρι σήμερα και προώθησαν μια πολιτική εθνικής ενότητας και ταξικής συνεργασίας, παρά τις όποιες διαφορές τους, έχοντας κυρίαρχα το άλλοθι του κυπριακού. Ακόμα και η επίσημη αριστερά που δεινοπάθησε από το παρακράτος ιδιαίτερα τη περίοδο 63-74 έμεινε πιστή σε αυτή τη πολιτική, στήριζε τις κυβερνήσεις από το 60 μέχρι σήμερα(με εξαίρεση τη δεκαετή διακυβέρνηση κληρίδη 93-2003) γι αυτό και σήμερα δεν μπορεί ούτε θέλει να ξηλώσει αυτούς τους μηχανισμούς γιατί αποτελεί κομμάτι της αστικής εξουσίας.

Σήμερα όμως όλο και περισσότερος κόσμος δεν τρώει το παραμύθι όλων αυτών που υπηρετούν το πολιτικό σύστημα, δεν εμπιστεύεται τους θεσμούς τους και επιλέγει να δρα ενάντια και έξω από αυτούς. Γι αυτό το κράτος αλλά και όσοι συνειδητά υπηρετούν το σύστημα βαφτίζουν ως τρομοκρατικές ακόμα και συμβολικές ενέργειες που αρνούνται τη διαμεσολάβηση από τους θεσμούς χειραγώγησης και στρέφονται ενάντια στην αυταρχικότητα των κρατικών μηχανισμών, όπως στη περίπτωση σύλληψης δύο ατόμων που το βράδυ της 21/3 προσπάθησαν να εκφράσουν την οργή τους ρίχνοντας συμβολικά μαύρη μπογιά στους τείχους των δικαστηρίων, ενέργεια που όλοι έσπευσαν να καταδικάσουν.

Όλα αυτά όμως δείχνουν ότι φοβούνται. Τρέμουν μπροστά στη ιδέα δημιουργίας ενός κινήματος που όχι μόνο θα αμφισβητεί αλλά και θα συγκρούεται ανοικτά με τις πολιτικές τους δημιουργώντας τους όρους να ανοίξουμε τη προοπτική και να παλέψουμε για μια άλλη κοινωνία δικαιοσύνης, ισότητας και ελευθερίας. Και τώρα με τη δυναμική που δημιουργείται πρέπει να δείξουμε ότι είμαστε αποφασισμένοι να το πράξουμε

ΝΕΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΑΓΩΝΕΣ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ