Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

(Απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς)
«Το αστικό κοινοβούλιο είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Καθήκον του προλεταριάτου δεν είναι να κατακτήσει αυτόν τον μηχανισμό αλλά να τον καταστρέψει, μαζί με κάθε άλλο θεσμό του αστικού καθεστώτος». «Οι εκλογικές καμπάνιες δεν πρέπει να οργανώνονται στο πνεύμα του πώς θα κερδίσουμε τις περισσότερες έδρες στο κοινοβούλιο, αλλά στο πνεύμα της επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών με τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης». «Αν οι εκλογές μπορούσαν ν' αλλάξουν τα πράγματα, τότε θα ήταν παράνομες". Κάρολος Μαρξ



Οι μπολσεβίκοι ξεκαθάριζαν με τις αποφάσεις των συνεδρίων τους ότι: «Ο αστικός κοινοβουλευτισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα “δημοκρατικό” κάλυμμα της δικτατορίας της αστικής τάξης».
Τι βλέπουν οι εργαζόμενοι να γίνεται με το λεγόμενο αστικό κοινοβούλιο;

Βλέπουν κάθε φορά που «ξεφτίζει» ο παλιός πρωθυπουργός να ανεβάζουν «δημοκρατικά» ένα νέο κόμμα κι ένα νέο πρωθυπουργό που επιβάλεται και πάλι απ’ την ίδια συγκεντροποιημένη μεγαλοαστική τάξη, μέσω του πλήρως ελεγχόμενου Τύπου και της τηλεόρασης. Βλέπουν ολόκληρες ομάδες βουλευτών να νομοθετούν στα ίσα υπέρ συγκεκριμένων μεγαλοκαπιταλιστών. Βλέπουν τους ίδιους τους αστούς πολιτικούς να παραδέχονται ότι οι επιχειρηματίες συχνάζουν στους διαδρόμους της Βουλής για να επιβάλουν νομοσχέδια που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους ή να δίνουν μίζες εκατομμυρίων ευρώ στα αστικά αυτά κόμματα. (Βλ. Ζίμενς κλπ).

Κατά τα άλλα, ο «κυρίαρχος λαός» καλείται κάθε φορά να ψηφίσει «δημοκρατικά» τους «αντιπροσώπους» του, οι οποίοι στη συνέχεια έχουν τη «λαϊκή νομιμοποίηση» για να επιβάλουν για τέσσερα χρόνια οποιοδήποτε μέτρο αυτοί επιθυμούν. Και αν ο λαός αντισταθεί σ’ αυτά τα μέτρα, τότε η αντίστασή του αυτή είναι «παράνομη» και οι κυβερνώντες έχουν κάθε δικαίωμα να εξαπολύσουν στο δρόμο τα εκπαιδευμένα σκυλιά των ΜΑΤ για να τον τσακίσουν! Αυτή είναι κι αυτή ήταν πάντα η αστική δημοκρατία. Δημοκρατία για τους λίγους εκμεταλλευτές και στυγνή δικτατορία και εξαπάτηση για τα εκατομμύρια των εκμεταλλευόμενων.

Και φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Όσο οι καπιταλιστές κρατούν στα χέρια τους όλο τον πλούτο και όλα τα μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (τηλεοράσεις, εφημερίδες κλπ.), όσο οι καπιταλιστές ελέγχουν την παιδεία και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων διαμορφώνονται οι προσωπικότητες των ανθρώπων, όσο οι καπιταλιστές έχουν κάθε δυνατότητα να εξαγοράζουν ή να εκβιάζουν οποιονδήποτε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στις διαταγές τους, δεν μπορεί να υπάρχει κανενός είδους «δημοκρατία». Κι αν σε παλιότερες εποχές το αστικό κοινοβούλιο εξασφάλιζε μια δημοκρατία μέσα στην αστική τάξη, ούτε κι αυτό συμβαίνει πια. Το πολύ μεγάλο συγκεντροποιημένο κεφάλαιο, αποτελούμενο από μια χούφτα οικογένειες της χρηματιστικής ολιγαρχίας, έχει καβαλήσει ολόκληρη την αστική τάξη. Και επειδή τα συμφέροντα που διακυβεύονται γι’ αυτό το κεφάλαιο είναι κυριολεκτικά τεράστια, γι’ αυτό δεν ανέχεται πια ούτε κοινοβουλευτικές διαδικασίες ούτε αστικά κόμματα με μια στοιχειώδη δημοκρατία στο εσωτερικό τους ούτε καν αστούς πολιτικούς ηγέτες με ισχυρή προσωπικότητα, που θα μπορούσαν κάποια στιγμή να πουν και κανένα «όχι» στις διαταγές τους, υπερασπίζοντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του συστήματος.

Η αστική τάξη μπορούσε να συντηρεί χωρίς πρόβλημα τη «δημοκρατική» βιτρίνα του καθεστώτος της όσο ήταν σε θέση να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις στα μεσοστρώματα, στους μικροαστούς και στα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης. Σήμερα όμως, το καπιταλιστικό σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα βρίσκεται σε τέτοια κρίση, που όχι μόνο δεν μπορεί να κάνει καμιά παραχώρηση αλλά αντίθετα κοιτάει πώς θα πάρει πίσω κι αυτά που αναγκάστηκε να δώσει τις προηγούμενες δεκαετίες.

ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

(Απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς)

1. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός είναι ένα «δημοκρατικό» κάλυμμα της δικτατορίας της αστικής τάξης, η οποία, σε μια ορισμένη φάση της ανάπτυξής της, έχει την ανάγκη να παρουσιάζεται ως έκφραση της «λαϊκής θέλησης», πάνω από κοινωνικές τάξεις. Στην πραγματικότητα, ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας μηχανισμός καταπίεσης και υποταγής, στα χέρια του κεφαλαίου.

2. Ο κοινοβουλευτισμός είναι κι αυτός μια μορφή κρατικής οργάνωσης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την κομμουνιστική κοινωνία, στην οποία δεν θα υπάρχουν πια ούτε τάξεις ούτε πάλη των τάξεων, ούτε κάποια μορφή κρατικής εξουσίας.

3. Ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να είναι όμως ούτε καν μια μεταβατική μορφή διακυβέρνησης ενός προλεταριακού κράτους. Στο οξύτερο σημείο της ταξικής πάλης, σε μια περίοδο εμφυλίου πολέμου, το προλεταριάτο είναι υποχρεωμένο να οικοδομήσει μια μορφή κρατικής οργάνωσης προσαρμοσμένη στις ανάγκες της πάλης, στην οποία δεν θα έχει καμιά θέση κανένας εκπρόσωπος της παλιάς άρχουσας τάξης. Το προλεταριάτο δεν χρειάζεται κανένα κοινοβουλευτικό μοίρασμα της εξουσίας, που θα ήταν ολέθριο για τα συμφέροντά του. Η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης ενός προλεταριακού κράτους είναι η δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων.

4. Το αστικό κοινοβούλιο είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Καθήκον του προλεταριάτου δεν είναι να κατακτήσει αυτόν τον μηχανισμό αλλά να τον καταστρέψει, μαζί με κάθε άλλο θεσμό του αστικού καθεστώτος.

5. Το ίδιο ισχύει και για τα τοπικά όργανα εξουσίας, που είναι εντελώς λάθος να λέμε ότι διαφέρουν απ’ την κεντρική κρατική εξουσία. Στην πραγματικότητα, είναι κι αυτά μηχανισμοί του αστικού καθεστώτος, που η προλεταριακή επανάσταση πρέπει να τους καταστρέψει και να τους αντικαταστήσει απ’ τα τοπικά εργατικά συμβούλια.

6. Συμπερασματικά, οι κομμουνιστές απορρίπτουν τον κοινοβουλευτισμό σαν μορφή της μελλοντικής κοινωνίας. Τον απορρίπτουν σαν μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Απορρίπτουν κάθε πιθανότητα κατάκτησης της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. Θέτουν ως βασικό καθήκον τους τη διάλυση του αστικού κοινοβουλίου. Γι’ αυτό και οι κομμουνιστές μπορούν ν’ αξιοποιήσουν αυτόν τον αστικό θεσμό μόνο για να προετοιμάσουν την καταστροφή συνολικά του αστικού καθεστώτος. Μόνο απ’ αυτή τη σκοπιά μπορεί να τεθεί το ζήτημα της συμμετοχής στο κοινοβούλιο κι από καμιά άλλη.

7. Κάθε ταξικός αγώνας είναι ένας πολιτικός αγώνας και σε τελευταία ανάλυση κρύβει μέσα του το σπέρμα της πάλης για την εξουσία. Κάθε απεργία που εξαπλώνεται σ’ όλη τη χώρα γίνεται μια απειλή για το αστικό κράτος και έτσι παίρνει έναν πολιτικό χαρακτήρα. Ο πολιτικός μας αγώνας αποσκοπεί: στην ανατροπή της αστικής τάξης, την καταστροφή του κράτους της και τη δημιουργία ενός προλεταριακού κράτους, που βασική του αποστολή είναι το τσάκισμα κάθε αντίδρασης της παλιάς εκμεταλλεύτριας τάξης.

8. Ο πολιτικός μας αγώνας δεν περιορίζεται σε καμιά περίπτωση στη στάση μας απέναντι στο κοινοβούλιο. Αντίθετα, αποσκοπεί στην ενίσχυση κάθε επιμέρους αγώνα του προλεταριάτου, έτσι ώστε να καταλήγει στον γενικό αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.

9. Η βασική μέθοδος πάλης του προλεταριάτου απέναντι στην αστική τάξη και το κράτος της είναι η μέθοδος της μαζικής δράσης. Η δράση αυτή οργανώνεται και κατευθύνεται απ’ τις μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου (συνδικάτα, κομματικές οργανώσεις, εργατικά συμβούλια), κάτω απ’ τη γενική καθοδήγηση ενός ενιαίου, πειθαρχημένου και συγκεντροποιημένου κομμουνιστικού κόμματος. Σ’ αυτή τη μάχη, το προλεταριάτο πρέπει να διαθέτει μια ηγεσία τολμηρών πολιτικών στελεχών, ένα γερό πολιτικό επιτελείο, που να διευθύνει όλες τις επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς της πάλης.

10. Η μαζική πάλη περιλαμβάνει έναν ολόκληρο συνδυασμό από κινήσεις, που θα πρέπει να οξύνονται στη μορφή τους και να τείνουν προς μια γενική εξέγερση κατά του αστικού καθεστώτος. Σ’ αυτή τη μαζική πάλη, που καταλήγει αναπόφευκτα σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, το κόμμα του προλεταριάτου πρέπει να υποτάξει κάθε μορφή νόμιμης δράσης, σαν δράση βοηθητική της επαναστατικής δραστηριότητας.

11. Ένα τέτοιο βοηθητικό νόμιμο στήριγμα είναι και το βήμα του κοινοβουλίου. Το γεγονός ότι το κοινοβούλιο είναι ένας αστικός θεσμός δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι δεν μπορεί ν’ αξιοποιηθεί για τους σκοπούς του προλεταριάτου. Οι κομμουνιστές συμμετέχουν σ’ αυτούς τους θεσμούς μόνο για να βοηθήσουν απ’ τα μέσα το προλεταριάτο να τους καταστρέψει (βλέπε το παράδειγμα του Λήμπκνεχτ στη Γερμανία, των Μπολσεβίκων στην Τσαρική Δούμα, στο «Δημοκρατικό Κοινοβούλιο», στο «Προ-Κοινοβούλιο» του Κερένσκυ, στην Συντακτική Συνέλευση και στις τοπικές Δούμες και τελευταία το παράδειγμα των Βουλγάρων Κομμουνιστών).

12. Αυτή η κοινοβουλευτική δραστηριότητα (που περιλαμβάνει βασικά την επαναστατική προπαγάνδα απ’ το βήμα του κοινοβουλίου, το ξεσκέπασμα του αντιπάλου, το ιδεολογικό ανέβασμα των μαζών – που ειδικά οι πιο καθυστερημένες είναι αιχμάλωτες του κοινοβουλευτισμού κλπ.), θα πρέπει να υποτάσσεται απόλυτα και εξ’ ολοκλήρου στους σκοπούς και τα καθήκοντα της εξω-κοινοβουλευτικής πάλης. Η συμμετοχή σε εκλογικές καμπάνιες και η επαναστατική προπαγάνδα απ’ το βήμα του κοινοβουλίου έχουν ιδιαίτερη σημασία για το κέρδισμα των εργαζομένων και ιδίως εκείνων των στρωμάτων που είναι τα λιγότερο πολιτικοποιημένα.

13. Αν οι Κομμουνιστές πετύχουν να πάρουν μια πλειοψηφία σε κάποιο δήμο ή κοινότητα, τότε θα πρέπει α) να κάνουν αντιπολίτευση στην κεντρική εξουσία, β) να κάνουν ότι μπορούν για να βοηθήσουν τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, γ) να δείχνουν με κάθε ευκαιρία τα εμπόδια που βάζει η αστική εξουσία σε κάθε σημαντικό μέτρο υπέρ των εργαζομένων, δ) στη βάση αυτή ν’ αναπτύσσουν την πιο οξεία επαναστατική προπαγάνδα χωρίς να φοβούνται τη σύγκρουση με την κρατική εξουσία και ε) αν έχουν τη δυνατότητα, ν’ αντικαθιστούν την τοπική διοίκηση μ’ ένα τοπικό εργατικό συμβούλιο. Η δραστηριότητα των Κομμουνιστών στην τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να είναι μέρος της γενικής εργασίας για την αποσταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος.

14. Οι εκλογικές καμπάνιες δεν πρέπει να οργανώνονται στο πνεύμα του πώς θα κερδίσουμε τις περισσότερες έδρες στο κοινοβούλιο αλλά στο πνεύμα της επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών με τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης. Θα πρέπει να παίρνουν μέρος σ’ αυτές όλα τα μέλη του κόμματος και όχι μόνο οι «κορυφές» του κόμματος. Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε όλες τις μορφές μαζικής δράσης (απεργίες, διαδηλώσεις, κινητοποίηση μέσα στον στρατό κλπ.). Είναι απαραίτητο να ενεργοποιήσουμε όλες τις μαζικές προλεταριακές οργανώσεις.

15. Για τους Κομμουνιστές, η κοινοβουλευτική δράση είναι το αντίθετο απ’ τη μικροπολιτική που κάνουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, των οποίων οι βουλευτές μπαίνουν στη Βουλή για να υποστηρίξουν τους «δημοκρατικούς θεσμούς». Οι Κομμουνιστές μπορούν να είναι μόνο υπέρ της αξιοποίησης του κοινοβουλίου για τους δικούς τους σκοπούς, στο πνεύμα του Λήμπκνεχτ και των Μπολσεβίκων.

16. Ο «αντι-κοινοβουλευτισμός», δηλαδή η απόλυτη και κατηγορηματική απόρριψη κάθε συμμετοχής σε εκλογές, είναι μια απλοϊκή, παιδιάστικη αντίληψη, που δεν αντέχει σε καμιά κριτική. Πρόκειται για ένα δόγμα που σταματάει σε μια βαθιά αποστροφή για τους πολιτικάντηδες του κοινοβουλίου, αγνοώντας όμως την επαναστατική στάση στο κοινοβούλιο. Ακόμη περισσότερο, αυτή η αντίληψη συνδυάζεται συνήθως με μια εντελώς λανθασμένη άποψη για το ρόλο του κόμματος, σύμφωνα με την οποία το κόμμα δεν πρέπει να είναι μια συγκεντρωμένη δύναμη της εργατικής πρωτοπορίας αλλά μια αποκεντρωμένη χαλαρή ένωση διαφόρων ομάδων.

17. Η αναγνώριση της σημασίας της κοινοβουλευτικής δράσης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά τη συμμετοχή στις εκλογές και στο κοινοβούλιο κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτό εξαρτάται κάθε φορά από μια σειρά όρους. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορεί να είναι απαραίτητη και η αποχώρηση απ’ το κοινοβούλιο. Αυτό ακριβώς έκαναν οι Μπολσεβίκοι, όταν αποσύρθηκαν απ’ το «Προ-Κοινοβούλιο» για να του αφαιρέσουν κάθε δύναμη και να το φέρουν σε αντιπαράθεση με το Σοβιέτ της Πετρούπολης, στις παραμονές της εξέγερσης. Έκαναν το ίδιο και με τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, για να φέρουν στο προσκήνιο των γεγονότων το Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ. Ανάλογα με τις συνθήκες, ένα μποϊκοτάρισμα των εκλογών μπορεί να είναι απαραίτητο.

18. Οι Κομμουνιστές αναγνωρίζουν γενικά τη σημασία της συμμετοχής στις εκλογές για το κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και της εργασίας μέσα σ’ αυτούς τους θεσμούς, αλλά τοποθετούνται απέναντι σ’ αυτήν συγκεκριμένα, ξεκινώντας απ’ τις ιδιαιτερότητες της κάθε στιγμής. Ένα μποϊκοτάρισμα των εκλογών και η άμεση αποχώρηση απ’ το κοινοβούλιο μπορεί να είναι απαραίτητη, όταν υπάρχουν προϋποθέσεις για το άμεσο πέρασμα στον ένοπλο αγώνα και την κατάληψη της εξουσίας.

19. Σε κάθε περίπτωση, το κέντρο βάρους της πάλης των Κομμουνιστών βρίσκεται έξω απ’ το κοινοβούλιο. Χωρίς καμιά συζήτηση, το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας και της οργάνωσης της προλεταριακής δικτατορίας δεν μπορεί να υποταχθεί στο συγκεκριμένο ζήτημα της χρησιμοποίησης του κοινοβουλίου.

20. Γι’ αυτό και η Κομμουνιστική Διεθνής θεωρεί ότι θα ήταν μεγάλο λάθος κάθε σχίσμα ή απόπειρα σχίσματος πάνω σ’ αυτό και μόνο το ζήτημα. Το Συνέδριο καλεί όλους όσους παραδέχονται τη μαζική πάλη για την προλεταριακή δικτατορία, υπό την καθοδήγηση του συγκεντροποιημένου κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου, να παλέψουν για την ενότητα των Κομμουνιστών, ανεξαρτήτως των διαφορών που μπορεί να υπάρχουν πάνω στο ζήτημα της χρησιμοποίησης του αστικού κοινοβουλίου.

Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Προκειμένου να διασφαλίσουμε τη σωστή εφαρμογή της επαναστατικής κοινοβουλευτικής τακτικής, είναι απαραίτητο:

1. Όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, στην προεκλογική περίοδο, να δίνουν βάρος στο υψηλό επίπεδο και στη σωστή σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος είναι υπεύθυνη για όλη την κοινοβουλευτική δουλειά του κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή έχει το αναφαίρετο δικαίωμα ν’ απορρίψει κάθε υποψήφιο που δεν προσφέρει τις κατάλληλες εγγυήσεις ότι θα υπερασπιστεί τις κομμουνιστικές θέσεις μέσα στο κοινοβούλιο. Οι Κομμουνιστές πρέπει να σπάσουν απ’ την παλιά σοσιαλδημοκρατική συνήθεια του να επιλέγονται ως υποψήφιοι μόνο οι λεγόμενοι «έμπειροι βουλευτές», κατά κύριο λόγο δικηγόροι. Γενικά είναι αναγκαίο να επιλέγουμε εργάτες για υποψήφιους βουλευτές και να μην στεκόμαστε στο γεγονός ότι αυτοί μπορεί να είναι απλά μέλη του κόμματος, χωρίς «κοινοβουλευτική εμπειρία». Οι Κομμουνιστές πρέπει να στιγματίζουν ανελέητα τα καριερίστικα στοιχεία, που τους πλησιάζουν μόνο και μόνο για να γίνουν βουλευτές. Η Κεντρική Επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να επικυρώνει τις υποψηφιότητες μόνο εκείνων των συντρόφων που έχουν αποδείξει επί πολλά χρόνια την απόλυτη αφοσίωσή τους στην εργατική τάξη.

2. Μετά τις εκλογές, η οργάνωση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος πρέπει να βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση της ΚΕ, ανεξαρτήτως του αν το κόμμα βρίσκεται τη συγκεκριμένη περίοδο σε νομιμότητα ή στην παρανομία. Ο πρόεδρος και οι διάφορες επιτροπές της κομμουνιστικής κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να έχουν εγκριθεί απ’ την ΚΕ του κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος πρέπει να διαθέτει έναν μόνιμο αντιπρόσωπο στην κοινοβουλευτική ομάδα με δικαίωμα βέτο. Σε όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα, η κοινοβουλευτική ομάδα θα πρέπει ν’ απευθύνεται στην ΚΕ για οδηγίες σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει. Πριν από κάθε σημαντική ενέργεια των κομμουνιστών στο κοινοβούλιο, η ΚΕ έχει το δικαίωμα και το καθήκον να καθορίσει τον κεντρικό ομιλητή και ν’ απαιτήσει απ’ αυτόν να υποβάλει τα βασικά σημεία της ομιλίας του η και όλο τον λόγο του για έγκριση απ’ την ΚΕ. Πρέπει να υπάρχει μια γραπτή δήλωση κάθε υποψηφίου στα κομμουνιστικά ψηφοδέλτια, ότι θα εγκαταλείψει τη βουλευτική του έδρα αμέσως μόλις του ζητηθεί απ’ το κόμμα, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση, η αποχώρηση απ’ το κοινοβούλιο να διεξαχθεί συντεταγμένα.

3. Σ’ εκείνες τις χώρες όπου ρεφορμιστικά, μισορεφορμιστικά ή καριερίστικα στοιχεία έχουν καταφέρει να διεισδύσουν στην κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα (όπως ήδη έχει συμβεί σε κάποιες χώρες), η ΚΕ του κόμματος είναι υποχρεωμένη να διεξάγει μια πλήρη εκκαθάριση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Βαδίζοντας πάνω στην αρχή ότι: είναι πολύ πιο χρήσιμο για τους σκοπούς της εργατικής τάξης να έχουμε μια μικρή αλλά πραγματικά κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα παρά μια μεγάλη αλλά χωρίς συνεπή κομμουνιστική στάση.

4. Οι Κομμουνιστές βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να συνδυάζουν τη νόμιμη με την παράνομη δουλειά. Σ’ εκείνες τις χώρες που οι βουλευτές έχουν ασυλία σύμφωνα με τον αστικό νόμο, αυτή η ασυλία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη στήριξη της παράνομης οργάνωσης και προπαγάνδας του κόμματος.

5. Οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να υποτάσσουν όλη την κοινοβουλευτική τους δράση στην εξωκοινοβουλευτική δράση του κόμματος. Πρέπει να κατεβάζουν νομοσχέδια, όχι με σκοπό να γίνουν αποδεκτά απ’ την αστική πλειοψηφία, αλλά για λόγους προπαγάνδας, ζύμωσης και οργάνωσης, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες του κόμματος.

6. Σε περίπτωση μεγάλων εργατικών διαδηλώσεων ή επαναστατικών γεγονότων, οι Κομμουνιστές βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των εργατικών μαζών.

7. Οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να χρησιμοποιούν κάθε μέσο που διαθέτουν για να δημιουργούν δεσμούς με τους επαναστάτες εργάτες, τους αγρότες και τους άλλους εκμεταλλευόμενους. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό ν’ αναπτύσσουν πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους, όπως συμβαίνει με τους σοσιαλδημοκράτες βουλευτές. Πρέπει να είναι μόνιμα στη διάθεση του κόμματος για κάθε είδους προπαγάνδα σε όλη τη χώρα.

8. Κάθε Κομμουνιστής βουλευτής πρέπει να έχει στο νου του ότι δεν είναι ένας νομοθέτης που έρχεται σε συνεννόηση με άλλους νομοθέτες αλλά ένας προπαγανδιστής του κόμματος που έχει σταλεί στο στρατόπεδο του εχθρού για να φέρει σε πέρας μια κομματική αποστολή. Ο Κομμουνιστής βουλευτής είναι υπεύθυνος όχι γενικά έναντι του «εκλογικού σώματος», αλλά έναντι του κόμματός του, είτε αυτό είναι στη νομιμότητα είτε στην παρανομία.

9. Οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να μιλάνε σε μια γλώσσα που να την καταλαβαίνει ο απλός εργάτης και ο αγρότης, έτσι ώστε το κόμμα να είναι σε θέση να εκδίδει σε προκηρύξεις και να διανέμει τους λόγους τους στα πιο απόμακρα σημεία της χώρας.

10. Απλοί Κομμουνιστές εργάτες θα πρέπει να εκλέγονται στο κοινοβούλιο και θα πρέπει να μιλάνε, ακόμη κι αν είναι καινούργιοι στην «κοινοβουλευτική αρένα». Δεν υπάρχει καμιά προτεραιότητα για τους «έμπειρους βουλευτές». Στην ανάγκη, οι εργάτες βουλευτές μπορούν ακόμη και να διαβάζουν τους λόγους τους, οι οποίοι στη συνέχεια θα τυπώνονται σε προκήρυξη και θα διανέμονται.

11. Οι Κομμουνιστές βουλευτές θα πρέπει να χρησιμοποιούν το κοινοβουλευτικό βήμα για να ξεσκεπάζουν όχι μόνο τους αστούς αλλά επίσης και τους σοσιαλ-πατριώτες, τους ρεφορμιστές, τους πολιτικούς του «Κέντρου» και τους άλλους εχθρούς του Κομμουνισμού. Επίσης, θα πρέπει να χρησιμοποιούν το βήμα του Κοινοβουλίου για να προπαγανδίζουν πλατιά τις ιδέες της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

12. Ακόμη και αν είναι λίγοι, οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να έχουν μια επιθετική στάση έναντι των καπιταλιστών. Δεν πρέπει να ξεχνούν ότι: μόνο αυτός που είναι ορκισμένος εχθρός των καπιταλιστών και των σοσιαλδημοκρατών υπηρετών τους, στα λόγια και στα έργα, αξίζει να λέγεται κομμουνιστής.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

Η ομάδα της R.A.F.: Μαρξιστική ή αναρχική; Επιδράσεις κι αναφορές R.A.F.: ορθόδοξοι μαρξιστές;

Τα Μ.Μ.Ε., οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές, οι κυβερνήσεις και τα μεγάλα κόμματα χαρακτήρισαν γενικά ως αναρχικούς τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, ακόμα κι αν τα σχετικά σχόλια αφορούσαν τις μαρξιστικές ιδεολογικές αναφορές που η ίδια η ομάδα αναγνώριζε στον εαυτό της. Υπογραμμιζόταν η "αναρχική" διάσταση της πολιτικής της και τα όσα η ίδια η R.A.F. υποστήριζε για τον εαυτό της θεωρούνταν αμελητέα.



Στο εσωτερικό της νόμιμης άκρας αριστεράς, τόσο οι μαρξιστικές όσο και οι αναρχικές οργανώσεις αρνούνταν να θεωρήσουν τη R.A.F. ως δική τους, χαρακτηρίζοντάς την αντίστοιχα ως "αναρχική" ή "μαρξιστική", ένας χαρακτηρισμός που δεν στόχευε παρά στην απόρριψή της.



Όσο για τους συμπαθούντες της R.A.F., αυτοί απέδιδαν στην ομάδα τις προσωπικές τους πολιτικές αναφορές. Όσοι ήταν οργανωμένοι στις "επιτροπές υποστήριξης" και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως "εγγυητές της ορθοδοξίας" υπογράμμισαν το μαρξιστικό χαρακτήρα της R.A.F. Ο Klaus Croissant υπήρξε o κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτής της τάσης. Σε μια συνέντευξη τον Απρίλιο του 1982, προσδιορίζει τους αγωνιστές της R.A.F. ως "μαρξιστές επαναστάτες" και στην ερώτηση "Ποιά είναι τα θεωρητικά κείμενα που επηρέασαν περισσότερο τη R.A.F.;" απαντά ότι τα μέλη της οργάνωσης "άντλησαν τα συμπεράσματά τους από τον Μαρξ και τον Λένιν".(1)



Πέρα από αυτούς τους οργανωμένους συμπαθούντες, δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 1972 και 1977 ένα "ρεύμα" συμπάθειας προς τη R.A.F. στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ελλάδα...) που κατά κύριο λόγο αποτελούνταν από μη οργανωμένους αναρχικούς και, από το 1976 κι έπειτα, από αυτούς που αποκαλούνταν αυτόνομοι. Οι τελευταίοι λίγο ενδιαφέρονταν για τις ιδεολογικές αναφορές της R.A.F. Μόνο η πρακτική της ομάδας τούς γοήτευε, και η συμπάθειά τους προς τη R.A.F. ενισχυόταν από το μίσος ή την περιφρόνηση που αυτή προκαλούσε στις αριστερίστικες οργανώσεις. Ελάχιστα τους ενδιέφερε αν η R.A.F. προσδιοριζόταν ή όχι ως μαρξιστική και τη θεωρούσαν a priori ως αναρχική ομάδα.



Πώς, όμως, τα ίδια τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός προσδιόριζαν τον εαυτό τους; Σε ερώτηση του Spiegel: "Πώς αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας; Θεωρείτε ότι είστε μαρξιστές ή αναρχικοί;", οι φυλακισμένοι της R.A.F. απαντούν "μαρξιστές", αλλά προσθέτουν: "Η εκδοχή του αναρχισμού, όπως προβάλλεται από τις κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντικομμουνιστικός δαυλός που δεν έχει καμία άλλη χρήση παρά εμπρηστική... Στοχεύει στην αντιδραστική και φασίζουσα κινητοποίηση του λαού προκειμένου αυτός να χειραγωγηθεί και να ταυτιστεί με την κρατική βία. Πρόκειται επίσης για μια απόπειρα του ιμπεριαλιστικού κράτους να σφετεριστεί προς όφελός του την παλιά διαμάχη μεταξύ επαναστατών μαρξιστών και επαναστατών αναρχικών, να χρησιμοποιήσει εναντίον μας την οππουρτινιστική κατάντια του σύγχρονου μαρξισμού ο οποίος υποστηρίζει ότι οι μαρξιστές δεν πρέπει να επιτίθενται στο Κράτος, αλλά στο κεφάλαιο, και ότι μόνο τα εργοστάσια κι όχι οι δρόμοι μπορούν σήμερα να αποτελέσουν πεδία της ταξικής πάλης. Σύμφωνα με αυτή τη λανθασμένη εκδοχή του μαρξισμού, ο Λένιν ήταν αναρχικός και το βιλίο του "Κράτος κι Επανάσταση" ένα αναρχικό εγχειρίδιο. Κι όμως, είναι το κατεξοχήν στρατηγικό βιβλίο του επαναστατικού μαρξισμού...".(2)



Στο πρώτο τους κείμενο "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", οι αγωνιστές της R.A.F. δηλώνουν: "Δεν είμαστε ούτε μπλανκιστές ούτε αναρχικοί, αν και θεωρούμε τον Μπλανκί μεγάλο επαναστάτη και δεν περιφρονούμε διόλου τον ηρωϊσμό πολλών αναρχικών (...). Από παλιά, οι αναρχικοί υπήρξαν οι πιο άγριοι επικριτές του οππορτουνισμού κι έτσι όποιος κάνει κριτική στον οππορτουνισμό κατηγορείται για αναρχισμό".(3) Έτσι, οι αγωνιστές της R.A.F., ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως μαρξιστές, εκφράζουν κάποια συμπάθεια και σεβασμό για το αναρχικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρόσφατων εκδηλώσεών του, όπως είναι οι Ρέμπελοι του Hasch: "Το πρόταγμα των αναρχικών "Τσακίστε αυτό που σας τσακίζει!" στοχεύει στην άμεση κινητοποίηση της βάσης, της νεολαίας στις φυλακές, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια. Απευθύνεται στους πιο καταπιεσμένους και μπορεί να γίνει αυθόρμητα αντιληπτό. Καλεί σε άμεση αντίσταση".(4)



Ο μαρξισμός σαν θεωρία και πρακτική έγινε αντιληπτός κι εφαρμόστηκε με διαφορετικούς τρόπους, τόσο από τα κράτη (Κίνα, ΕΣΣΔ, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία...) όπου μετατράπηκε σε επίσημη ιδεολογία, όσο κι από διάφορες ομάδες, κόμματα, οργανώσεις (ρεβιζιονιστές, τροτσκιστές, μαρξιστές/λενινιστές, μαοϊκούς, ακόμα κι από ορισμένες εξτρεμιστικές ομάδες της άκρας αριστεράς) καθώς και ένοπλες οργανώσεις (Ερυθρές Ταξιαρχίες, Φωτεινό Μονοπάτι, R.A.F...). Καθένας είχε τη δική του ερμηνεία του μαρξισμού, που τη θεωρούσε ως την πιο πιστή στο Μαρξ, την πιο επιστημονική, την πιο αυθεντική. Ο Χόρστ Μάλερ σχολιάζει αυτήν την πραγματικότητα με τρόπο διασκεδαστικό: "Στην πραγματικότητα δεν είχαμε καμία δυσκολία να συνδέσουμε αυτή την καθολική αντίληψη της επανάστασης με τα μαρξιστικά αξιώματα. Συνεπώς, θεωρούσαμε ότι ήμασταν καλοί μαρξιστές και πιθανώς να θεωρούσαμε επίσης κι ότι ήμασταν οι καλύτεροι".(5)



Μέσα από τα κείμενα και την πρακτική της R.A.F., θα διερευνήσουμε αν ο μαρξισμός υπήρξε πραγματικά συστατικό στοιχείο της θεωρίας και της πρακτικής της ομάδας, ή αν άλλες επιδράσεις, συνειδητές ή μη, ήταν αυτές που έπαιξαν έναν πιο καθοριστικό ρόλο.



Στα κείμενά τους οι αγωνιστές της R.A.F. αναφέρονται σε διάφορες εκδοχές του μαρξισμού: από τις πιο στερεότυπες ως τις λιγότερο ορθόδοξες. Έτσι, ο Μπάαντερ, όταν υποστηρίζει ότι "Η φασιστική παραμόρφωση του κράτους υπήρξε αναγκαστική, καθώς υπαγορευόταν απ' τις αντιφάσεις του ίδιου του κεφαλαίου",(6) δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υιοθετεί την οικονομιστική και μηχανιστική αντίληψη της "αντανάκλασης" που βλέπει στο Κράτος (υπερδομή) την εικόνα του τρόπου παραγωγής (υποδομή). Ο ίδιος άλλωστε καταφεύγει και σε μια άλλη μαρξιστική "κοινοτοπία", όταν γράφει: "Η λειτουργία του αστικού Κράτους συνίσταται στη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ενάντια στην παγκόσμια τάση των παραγωγικών δυνάμεων προς το σοσιαλισμό".(7)



Ξαναβρίσκουμε εδώ την ιδέα ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγούσε από μόνη της στο σοσιαλισμό, αν δεν εμποδιζόταν από τον καπιταλισμό. Ένα ανάλογο επιχείρημα χρησιμοποιεί και η Ούλρικε Μάινχοφ προκειμένου να καταδείξει την αναγκαιότητα του αντάρτικου στις μητροπόλεις, ενός αντάρτικου που θα είναι η έκφραση της "αντικειμενικής τάσης": "Η R.A.F. είναι μια υπόθεση που γεννιέται με λογικό και διαλεκτικό τρόπο μέσα από τις υπάρχουσες σχέσεις. Μια πρακτική που εκφράζει τις πραγματικές σχέσεις. Γιατί ολόκληρη η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων".(8) Σε άλλο κείμενο της R.A.F. διαβάζουμε: "Η δημιουργία της R.A.F., καθώς και κάθε ένοπλης ομάδας καθορίζεται και νομιμοποιείται από την κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος -κι αυτό το αντιλαμβάνεται αργά ή γρήγορα και η ίδια. Είναι αυτή η κρίση που γεννά το αντάρτικο, αυτή που το καθιστά δυνατό ως έκφραση μιας αντικειμενικής τάσης".(9)



Συνεπώς, η R.A.F. υιοθετεί τις δύο υλιστικές θέσεις της θεωρίας της Γνώσης: την "αντανάκλαση" και την επ' άπειρον "προσέγγιση" που τείνει προς την αλήθεια, θέσεις που ήταν αγαπητές στο Λένιν. Από τον τελευταίο, η R.A.F. υιοθετεί επίσης τη θεωρία του ιμπεριαλισμού ως ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και θεωρεί τη διεθνιστική πολιτική της γραμμή ως συνέχεια της γραμμής που χάραξε ο Λένιν.



Τέλος, η Ούλρικε Μάινχοφ στο κείμενό της για την ταξική θέση και την ταξική πάλη, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, υιοθετεί την παραδοσιακή αρχή του διαλεκτικού υλισμού που επιβεβαιώνει την υπεροχή της κίνησης έναντι της ακινησίας, καθώς η τελευταία δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρη και σχετική. Επίσης, στο ίδιο κείμενο συναντάμε την αντίληψη περί προτεραιότητας της διάσπασης έναντι της ταυτότητας, η οποία παραπέμπει στη μαοϊκή διατύπωση: "το ένα διαιρείται σε δύο".



Όμως, οι αγωνιστές της R.A.F. συμπεριλαμβάνουν στις αναφορές τους, άμεσα ή έμμεσα, και σύγχρονους μαρξιστές, όπως για παράδειγμα τον Αλτουσέρ -με τον οποίο συμφωνούν ως προς την αντίληψη ότι το κράτος συγκροτείται τόσο από κατασταλτικούς όσο και από ιδεολογικούς μηχανισμούς-, καθώς επίσης και τον Πουλαντζά, για τον οποίο η Mάινχοφ λέει ότι "συνέλαβε τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους συνδέονται με τις κατασταλτικές και ιδεολογικές του λειτουργίες".(10) Η ίδια προχωρά πέρα από τον Πουλαντζά, υπογραμμίζοντας όχι μόνο "τη σχετική αυτονομία της οικονομικής βαθμίδας έναντι του Κράτους", αλλά υποστηρίζοντας επιπλέον την ιδέα ότι το οικονομικό στοιχείο δεν ανήκει πλέον στην τάξη του αντικειμενικού, αλλά σε εκείνη της ιδεολογίας. Η ιδέα αυτή συγκλίνει με την αντίληψη που έχει διατυπωθεί σε άλλα κείμενα της R.A.F., όπου τα μέλη της υποστηρίζουν ότι το σύστημα πλέον χρησιμοποιεί την αναφορά στη σφαίρα της οικονομίας (παραγωγή και κατανάλωση), προκειμένου να απενεργοποιήσει τους ριζοσπαστικούς αγώνες, ενώ προηγουμένως ο καπιταλισμός χρησιμοποιούσε την ιδεολογία (υπερδομή) προκειμένου να εξομαλύνει τις αντιφάσεις στο πεδίο της παραγωγής.



Οι αγωνιστές της R.A.F. αναγνωρίζουν έναν εξέχοντα και καθοριστικό ρόλο στην υποκειμενικότητα, επιζητούν όμως να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τη μαρξιστική παράδοση. Έτσι, συνδέουν την υποκειμενικότητα με μια αντικειμενική διαδικασία στην οποία η πρώτη δίνει μια κατεύθυνση, μια στρατηγική, μια συνοχή, μια διάρκεια, καθώς μετατρέπεται σε πολιτική δύναμη. Παραπέμπουν μάλιστα και στην άποψη του Γκράμσι "για τον οποίο η βούληση αποτελεί μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ: η ισχυρή βούληση συνιστά τον κινητήριο μοχλό της επαναστατικής διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας η υποκειμενικότητα γίνεται πράξη".(11)



Μπορούμε, επομένως, να πούμε πως η R.A.F. είναι μαρξιστική στο βαθμό που υιοθετεί τα βασικά αξιώματα του ιστορικού υλισμού: η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, η πάλη των τάξεων είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας, αυτή η πάλη γεννιέται μέσα στις συνθήκες εκμετάλλευσης μιας ταξικής κοινωνίας, ο τρόπος παραγωγής είναι η αντιφατική ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, αυτή η ενότητα είναι πρόσκαιρη. Ωστόσο, πολλές φορές οι αγωνιστές της R.A.F. επικαλούνται τις μαρξιστικές αναφορές με βασικό στόχο να πείσουν για την ορθότητα της πολιτικής τους γραμμής, καθώς αυτές οι αναφορές αποτελούν για εκείνους εγγύηση "σοβαρότητας".



Η ανάγνωση των κειμένων της R.A.F. αποδεικνύει την επίδραση ορισμένων στοχαστών που μπορεί να ήταν αρκετά απομακρυσμένοι από το μαρξισμό, όμως έθεταν το ζήτημα της επανάστασης ή της εξέγερσης. Και ίσως αυτές οι επιδράσεις να ήταν και οι πιο αποφασιστικές για τη συγκρότηση και την πορεία της ομάδας. Είδαμε πριν τη σημασία των θέσεων του Μαρκούζε αναφορικά με τον προσδιορισμό του "επαναστατικού υποκειμένου". Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι άλλοι φιλόσοφοι της σχολής της Φρανκφούρτης. Για παράδειγμα, η R.A.F. αναφέρεται στις αντιλήψεις του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ, όπως αυτές διατυπώνονται στο βιβλίο Autoritare Person- lichkeit,(12) (Aυταρχική Προσωπικότητα) προκειμένου να θέσει το ερώτημα "γιατί οι μάζες αφήνονται να κυριαρχούνται;"



Παράλληλα, οι αγωνιστές της R.A.F. δεν απέρριψαν διόλου τη συνεισφορά της ψυχανάλυσης: "Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες από το Φρόυντ μέχρι το Mαρκούζε, περνώντας και απο τον Βίλχελμ Ράιχ έπαιξαν κάποιο ρόλο. Επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι η αντίσταση υπάρχει ως δυναμική. Υπάρχει υπό μία μορφή που δεν εμφανίζεται ως αντίσταση αλλά, αντίθετα, ως στιγμές φασίζουσας καταπίεσης. Είναι η μετατροπή της διαμαρτυρίας σε αυτοκαταπίεση έως σημείου νεύρωσης. (...) Η καταπίεση γεννά την αντίσταση, όμως αυτή η τελευταία πρέπει να πάρει άλλη μορφή από το να στρέφεται ενάντια στα ίδια τα θύματα της καταπίεσης. (...) Θα πρέπει να στρέφουμε την αντίσταση στη σωστή κατεύθυνση, ενάντια στον εχθρό, όχι ενάντια στον εαυτό μας", αναφέρει ο Χόρστ Μάλερ σε μια συνέντευξη.(13)



Σε ένα από τα πρώτα κείμενά τους με τίτλο "Να υπηρετήσουμε το λαό", οι αγωνιστές της R.A.F. έγραφαν: "Στο υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών μεταξύ των προλετάριων, πολλοί δεν βλέπουν παρά μια έκφραση απελπισίας, κι όχι τη διαμαρτυρία",(14) εκφράζοντας έτσι την ιδέα ότι η εξέγερση είναι παρούσα, αλλά οι κυριαρχούμενοι σφάλλουν ως προς το στόχο. Στα παιδιά και τις γυναίκες που είναι θύματα κακομεταχείρισης, η R.A.F. βλέπει το αποτέλεσμα αυτού του σφάλματος, καθώς η διαμαρτυρία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή ατομικών ή συλλογικών φασιστικών αντιδράσεων.



Ωστόσο, η απουσία αγώνων, κυρίως στο πεδίο της παραγωγής, δεν είναι κατ' ανάγκην κάτι το αρνητικό: "Στην πολιτική αδιαφορία του προλεταριάτου δεν πρέπει να βλέπουμε μονάχα την απάθεια, αλλά και την αμφισβήτηση ενός συστήματος για το οποίο δεν αξίζει τον κόπο να στρατευτεί κανείς. (...) Στην έλλειψη διάθεσης του προλεταριάτου για οικονομικούς αγώνες, δεν πρέπει να βλέπουμε την αποστροφή για τον αγώνα, αλλά την άρνηση των προλετάριων να παλέψουν για γελοίες αυξήσεις και για μια ανόητη κατανάλωση".(15) Η φαινομενική έλλειψη αγωνιστικότητας γίνεται αντιληπτή ως έκφραση μιας άρνησης του συστήματος.



Αυτές οι αναφορές στη σχολή της Φρανκφούρτης και την ψυχανάλυση είναι όμοιες με εκείνες της Ένωσης Σοσιαλιστών Φοιτητών (S.D.S.) και της Νέας Γερμανικής Αριστεράς η οποία, στα πλαίσια του προβληματισμού της σχετικά με το ναζιστικό φαινόμενο, αναρωτήθηκε ποιό είναι το στοιχείο εκείνο στις νοητικές δομές του ατόμου το οποίο επέτρεψε την εξάπλωση και την επικράτηση του φασισμού. Οι αγωνιστές της Νέας Αριστεράς ενδιαφέρθηκαν για τις αντιλήψεις του Βίλχελμ Ράιχ ο οποίος διέκρινε στο φασιστικό φαινόμενο δυο επίπεδα: το κρατικό επίπεδο και το ατομικό επίπεδο (μικροφασισμός). Οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και εκείνοι της Νέας Αριστεράς, απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην υποκειμενικότητα και την ατομική βούληση. Για το λόγο αυτό ενσωμάτωσαν στις αναφορές τους τον Σαρτρ, για τον οποίο το άτομο είναι "μια μοναδική ολότητα". Κατά την άποψή τους, όπως και κατά την άποψη του Σαρτρ, κάθε κατάσταση μπορεί και πρέπει να υπερβληθεί, η στράτευση είναι αναπόφευκτη, η ευθύνη του καθένα συνολική και "ο σκοπός είναι η συνθετική ενότητα των μέσων". Έτσι, η R.A.F. δεν έχει τακτική, παρά μια στρατηγική, και αρνείται κάθε συμβιβασμό.



Τέλος, οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και ο Σαρτρ, αποδίδουν στην ελευθερία μια θεμελιώδη αξία, που δεν έχει τη μαρξιστική έννοια της "αναγκαιότητας". Γι αυτό το λόγο αναφέρονται επίσης στον Μπλοκ, για τον οποίο κινητήριος μοχλός της ιστορίας δεν είναι η πάλη των τάξεων, αλλά η επιθυμία του ανθρώπου για ελευθερία και πληρότητα.



Όχι στην κατάληψη της εξουσίας. Πρωτοκαθεδρία της κυριαρχίας

έναντι της εκμετάλλευσης. - Η R.A.F. κι ο αναρχισμός



Η αντίληψή τους για την ελευθερία τούς συνδέει με τους αναρχικούς. Πραγματικά, τα μέλη της R.A.F. δεν αγωνίζονται για ένα ονειρικό αύριο. Το "βασίλειο της ελευθερίας" πρέπει να είναι άμεσο και παρόν και η παρανομία αποτελεί αυτό το "απελευθερωμένο έδαφος". Η ελευθερία είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης, εμπεριέχεται μέσα στον ίδιο τον αγώνα. Όπως οι αναρχικοί, έτσι και οι αγωνιστές της R.A.F. αρνούνται τα στάδια, τις επαναλαμβανόμενες διαμεσολαβήσεις, τις "θυσιασμένες γενιές". Δεν υπάρχει "ιστορική υπομονή" που να επικυρώνει την κάθε είδους καρτερία.



Η επανάσταση δεν είναι μια σωρευτική διαδικασία, όπως είναι για τους μαρξιστές που τη συνδέουν με τη διαδικασία παραγωγής. Το ζήτημα για τη R.A.F δεν είναι να καταλάβει κανείς την εξουσία του Κράτους, ακόμα κι αν έχει την πρόθεση να την καταστρέψει στη συνέχεια: πρέπει εξαρχής να την καταστρέψει, επιφέροντάς της πλήγματα, αφού αυτή δεν είναι και δεν μπορεί παρά να είναι εργαλείο κυριαρχίας.



Οι αγωνιστές της R.A.F. θεωρούν, όπως και οι αναρχικοί, ότι είναι η κυριαρχία που προηγείται και επιφέρει την εκμετάλλευση και ότι η παραγωγή δεν είναι παρά ένα τμήμα του συστήματος όπου ασκείται η εξουσία. Έτσι, η Μάινχοφ, σε μια δήλωσή της στη διάρκεια μιας δίκης, στη μομφή ότι οι αγωνιστές της R.A.F. αποκαλούνται επαναστάτες χωρίς να έχουν δουλέψει ποτέ σε εργοστάσιο, απαντούσε ότι για τους αγωνιστές το προλεταριάτο δεν έχει μια έννοια κοινωνιολογική, αλλά μια έννοια αγώνα. "Θέλετε να πείτε ότι "η εργασία απελευθερώνει;" (Arbeit macht frei?)- κι επομένως και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ή μήπως μιλάτε για την προτεσταντική ηθική της εργασίας;"(16)



Σε ένα κείμενο του 1972, με τίτλο "Anarchismus Vorwurf",(17) η R.A.F. υποστήριζε ότι οι "παλιοί αναρχικοί με τις αντιλήψεις τους για την κυριαρχία και την εργασία είχαν προβλέψει αυτό που έγινε πραγματικότητα στο σημερινό στάδιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος".



Η μελέτη των κειμένων της R.A.F. δείχνει ότι η ομάδα δεν αφήνεται να καλυφθεί από οποιαδήποτε ταμπέλα, όπως το αποδεικνύει και η πολυμορφία των αναφορών της. Το πρώτο της κείμενο, "Σχετικά με την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", τελειώνει με ένα απόσπασμα του Έλντριτζ Κλήβερ: "Εγώ, είμαι πεπεισμένος ότι τα περισσότερα πράγματα που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα δεν χρειάζεται να αναλυθούν περισσότερο". Πρόκειται για μια αντίληψη που βρίσκεται πολύ κοντά σε εκείνη που εξέφρασε ο Μπακούνιν το 1873: "... Στους κόλπους της Διεθνούς αναπτύχθηκαν περισσότερες ιδέες από ό,τι έπρεπε για να σωθεί ο κόσμος, εάν βέβαια πιστεύει κανείς ότι οι ιδέες από μόνες τους θα μπορούσαν ποτέ να τον σώσουν. Και προκαλώ τον οποιονδήποτε να εφεύρει μια καινούρια ιδέα. Δεν είναι πλέον καιρός για ιδέες, αλλά για γεγονότα και πράξεις".



Αν η R.A.F. χαρακτηρίστηκε από τα Μ.Μ.Ε. ως αναρχική, αυτό δεν έγινε χωρίς λόγο. Στην πραγματικότητα, αναβίωσε με την πρακτική της την παράδοση των αναρχικών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Είναι οι αναρχικοί που πρώτοι διεκδίκησαν πολιτικά τις επιθέσεις σε τράπεζες, τις οποίες αποκαλούσαν "ατομική επανάκτηση" ή "συλλογική επανάκτηση". Σχετικά με αυτό το ζήτημα, η R.A.F. δηλώνει: "Πολλοί λένε ότι το να ληστεύεις μια τράπεζα δεν είναι επαναστατικό. Όμως από πότε το ζήτημα της χρηματοδότησης μιας οργάνωσης δεν είναι επαναστατικό;"(18) Ο αναρχικός Ντυβάλ της "Ομάδας Μπατινιόλ" ο οποίος είχε συλληφθεί κατηγορούμενος για κλοπή, δήλωνε ενώπιον του δικαστηρίου: "Αν ξαναγινόμουν ελεύθερος, θα σας τίναζα όλους στον αέρα! Γι αυτό άλλωστε προορίζονταν αυτά τα χρήματα".(19) Με τις βομβιστικές επιθέσεις, η R.A.F. υιοθετούσε τη μέθοδο της "προπαγάνδας με την πράξη" που είχε υποστηριχθεί από την Αναρχική Ομοσπονδία του Ιούρα στο συνέδριο της Βέρνης, στο βαθμό που στόχος της δεν ήταν μόνο να καταφέρει πλήγματα στον εχθρό, αλλά και να ενθαρρύνει τους εκμεταλλευόμενους, να τους ωθήσει στην εξέγερση, δείχνοντάς τους ότι οι ηγέτες αυτού του συστήματος δεν είναι ανίκητοι. Ακριβώς αυτό ήταν και το σχέδιο του Εμίλ Ανρί ο οποίος είχε τοποθετήσει μια βόμβα στο αστυνομικό τμήμα της οδού Bons Enfants και στη δίκη του δήλωνε: "Θεωρώ ότι οι εξεγερτικές ενέργειες είναι εύστοχες, επειδή αφυπνίζουν τη μάζα, την τινάζουν με ένα βίαιο χτύπημα και της δείχνουν την ευάλωτη πλευρά της μπουρζουαζίας που τρέμει από το φόβο της ακόμα και τη στιγμή που ο εξεγερμένος ανεβαίνει στο ικρίωμα".(20) Τέλος, η εκτέλεση κρατούντων ανήκε επίσης στην αναρχική πρακτική: αρκετοί αρχηγοί κρατών και βασιλιάδες είχαν χτυπηθεί από τους αναρχικούς στα τέλη του 19ου αιώνα.



Οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και οι αναρχικοί του 19ου αιώνα, μετέτρεψαν τη δίκη τους σε βήμα επίθεσης εναντίον του συστήματος και δεν επιζήτησαν ποτέ την επιείκεια των δικαστών τους. Αντίθετα, διεκδικούσαν όλες τις ενέργειες της ομάδας και προκαλούσαν τη δικαιοσύνη, όπως ο Ντυβάλ, ο οποίος για μια απλή κλοπή χωρίς χρήση βίας, είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αφού πρώτα αποκλείστηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου. Η Λουίζ Μισέλ και αρκετοί κομμουνάροι είχαν επίσης την ίδια στάση απέναντι στη δικαιοσύνη και πήγαν ακόμα πιο μακριά από τους αγωνιστές της R.A.F. ως προς την προκλητική τους στάση απέναντι στο δικαστήριο.



Εκτός από τους αναρχικούς, κι άλλοι χρησιμοποίησαν αυτές τις μεθόδους αργότερα. Πώς να μην αναφέρουμε εδώ ως πρόδρομο της R.A.F. τον "κόκκινο στρατό" του Max Holz που στην αρχή της δεκαετίας του '20 έκανε "απαλλοτριώσεις" τραπεζών ή πλούσιων ιδιωτών και χρησιμοποιούσε τη φωτιά και το δυναμίτη. Κι αυτός επίσης, ο οποίος ως αγωνιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (K.P.D.).(21) αυτοχαρακτηριζόταν μαρξιστής, με τις πράξεις και τα λόγια του βρισκόταν πολύ κοντά στους αναρχικούς, όπως για παράδειγμα φαίνεται σε αυτή τη διακήρυξή του: "Αφοπλίστε τους πλούσιους, την αστυνομία, τη χωροφυλακή, τη Sipo, το στρατό! Επιτάξτε όσα χρήματα υπάρχουν! Ανατινάξτε σιδηροδρομικές γραμμές, δικαστήρια και φυλακές. Απελευθερώστε όλους τους κρατούμενους! Στην κεντρική Γερμανία, ο Horsing στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα εργάτες, γυναίκες και παιδιά, μόνο και μόνο επειδή είναι εργάτες και αγωνίζονται για ψωμί και ελευθερία!".(22) (Max Holz, commandante της περιοχής του Mansfield, - επιγραφή στους τοίχους του Halle, τέλη Μάρτη 1921). Περιέργως, οι αγωνιστές της R.A.F. ποτέ δεν αναφέρθηκαν στον Max Holz. Παρόλα αυτά, η αυτοβιογραφία του ήταν διαθέσιμη και ορισμένοι γερμανοί αγωνιστές της δεκαετίας του '70 αναφέρονταν σε αυτήν.(23)



Επίδραση των λατινοαμερικάνικων ομάδων του αντάρτικου πόλης



Αυτές τις αναρχικές πρακτικές, οι αγωνιστές της R.A.F. τις επανανακάλυψαν μέσα από το παράδειγμα των λατινοαμερικάνικων ομάδων αντάρτικου πόλης. Στην πραγματικότητα, οι Τουπαμάρος αντιπροσώπευαν "το σημαντικότερο πρότυπο" για τη R.A.F. Αυτοί, όπως άλλωστε και ο Κάρλος Μαριγκέλα στη Βραζιλία, όχι μόνο πραγματοποίησαν, αλλά και εγκωμίασαν τις επιθέσεις τραπεζών τις οποίες αποκαλούσαν "απαλλοτριώσεις", τις βομβιστικές επιθέσεις (όπως για παράδειγμα ενάντια στη Μπάγιερ, επιχείρηση που συμμετείχε στην πολεμική προσπάθεια κατά του Βιετνάμ), τις επιθέσεις ενάντια στο στρατό, τις απαγωγές και εκτελέσεις όπως εκείνη του ειδικού της C.I.A. και συμβούλου της ουρουγουανής αστυνομίας Dan Mitrione, στις 10 Αυγούστου 1970.*



Αυτές οι ομάδες ένοπλης πάλης στη Λατινική Αμερική συγγένευαν στη δράση τους και το λόγο τους με τον αναρχισμό, παρότι δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικές. Για παράδειγμα, ο Κάρλος Μαριγκέλα δήλωνε: "Τα πάντα είναι καλά, αρκεί να αποτελούν δράση".(24) Ο δε Κροπότκιν στην εφημερίδα του που ονομαζόταν "Ο εξεγερμένος" έγραφε: "Η διαρκής εξέγερση με την πένα, το στιλέτο, το δυναμίτη, το όπλο... Για μας είναι καλά όλα τα μέσα που δεν ανήκουν στη νομιμότητα".(25) Τέλος, η πιο περιβόητη ενέργεια των Τουπαμάρος, η κατάληψη της πόλης του Πάντο, στις 8 Οκτώβρη 1969, είναι ανάλογη με την κατάληψη του Λετίνο, μικρού χωριού του Ματέζε στην Ιταλία, από τον Κάρλο Καφιέρο, τον Απρίλιο του 1877.



Οι Τουπαμάρος, όπως και η R.A.F., ασκούσαν κριτική στην αριστερά και τους αριστεριστές που "χρησιμοποιούν τα μαρξιστικά σχήματα για να κατασκευάσουν θεωρίες οι οποίες εκθειάζουν την αδράνεια, και αυτό με στόχο να καλύψουν την έλλειψη θάρρους και την απουσία πίστης στις λαϊκές μάζες, ελπίζοντας πως είναι η μάζα που θα χύσει το αίμα της για την επανάσταση προκειμένου οι ίδιοι να σώσουν το τομάρι τους". Γι αυτούς, "είναι οι επαναστατικές πράξεις που κάνουν την επανάσταση". Έχοντας απορρίψει όλα τα σχήματα των προηγούμενων επαναστάσεων (λενινιστικό, μαοϊκό, καστρικό), υποστήριζαν ότι η πολιτική γραμμή προσδιορίζεται μέσα στη δράση. Τους άρεσε να επαναλαμβάνουν: "Οι λέξεις μάς χωρίζουν, η δράση μάς ενώνει."



Στα τέλη της δεκαετίας του '60, όλα τα ριζοσπαστικά κινήματα αγώνα -είτε αναφέρονταν είτε δεν αναφέρονταν στο μαρξισμό- διαπερνώνταν από ένα αναρχικό ρεύμα. Οι διαφορές φυλής, φύλου, γλώσσας, κουλτούρας, διαφορές οι οποίες δεν υπάγονται στην οικονομική σφαίρα, προβλήθηκαν και έγιναν επίκεντρο των πιο ριζοσπαστικών αγώνων της δεκαετίας του '70. Ο μαρξισμός φάνηκε ανίκανος να τις ερμηνεύσει. Στην καλύτερη περίπτωση, τις αντιμετώπιζε ως αντιφάσεις ή αρχαϊσμούς. Έτσι, ο Έλντριτζ Κλήβερ διαπίστωνε ότι ο μαρξισμός/λενινισμός δεν είχε βοηθήσει τους Μαύρους Πάνθηρες να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του ρατσισμού και ότι οι αναλύσεις ορισμένων μαρξιστών/λενινιστών απέκλειαν από την επαναστατική διαδικασία γνήσιους επαναστάτες των αστικών κέντρων. Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής είχαν επίσης επηρεαστεί από αυτού του είδους την πρακτική, όπως το απέδειξαν στο Wounded Knee το 1973, όταν πήραν τα όπλα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία.



Τέλος, είναι ανάγκη να τονιστεί ότι, αν όλες αυτές οι ομάδες είχαν τον Τσε ως σημείο αναφοράς τους, δεν ήταν επειδή συμφωνούσαν με τη θεωρία του, αλλά εξ' αιτίας της αποφασιστικότητάς του και της άρνησής του να συμμετάσχει στους θεσμούς. Ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ. Δεν πρέπει να σκέφτεται κανείς με όρους μέλλοντος της επανάστασης, αλλά με όρους επαναστατικού γίγνεσθαι.



Όλοι αυτοί οι αγώνες βρίσκουν μια αντιστοιχία σε επίπεδο φιλοσοφίας και σκέψης με αυτό που αποκαλούμε μεταμοντέρνο και που αμφισβητεί αξίες οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της δυτικής φιλοσοφίας: το υποκείμενο, τον ορθολογισμό, την αντικειμενική αλήθεια, την ιστορία. Μέσα σε αυτήν την προοπτική μπορεί να ερμηνευτεί η θεωρία της RAF. περί επαναστατικού υποκειμένου και η στρατηγική της που δεν εξαρτάται από μια επιστημονική θεωρία, αλλά από έναν πραγματισμό, στα πλαίσια του οποίου οι ελιγμοί, η ευκαιρία, τα αντίποινα, η πρόκληση κατέχουν μια ουσιαστική θέση.



Η R.A.F. αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος το οποίο ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του '60 ως έκφραση μιας κρίσης του δυτικού πολιτισμού που έθεσε σε αμφισβήτηση τη μαρξιστική θεωρία.





1. Δες τη συνέντευξη του Klaus Croissant που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.



2. "A propos du proces Baader-Meinhof", Bourgois Ed, p. 241.



3. La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 102.



4. Στο ίδιο, σελ. 118.



5. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.



6. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 84.



7. Στο ίδιο, σελ. 93.



8. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 41.



9. Στο ίδιο, σελ. 88.



10. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 57.



11. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 62.



12. Δες το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης" (La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 99.)



13. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ. Διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.



14. Texte der R.A.F., Chap. XXVIII, "Dem Volk dienen", p. 400.



15. Στο ίδιο, p. 401



16. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 189.



17. "Anarchismus Vorwurf " (Texte der R.A.F., Chap. XXIX, p. 436-437).



18. "Dem Volk dienen", Texte der R.A.F, p. 407.



19. Αναφέρεται από τον Jean Maitron στο "Le mouvement anarchiste des origines a 1914" (Το αναρχικό κίνημα από τις απαρχές μέχρι το 1914), Μaspero Ed., p. 186.



20. Αναφέρεται από τον Henri Dubieff στο "Les Anarchistes (1870-1940)", Armand Collin, 1972.



21. Διαγραφείς το 1920 από το Κ.Κ. Γερμανίας για απείθεια, ο Max Holz είχε αρνηθεί να παραδώσει τα όπλα σε αντίθεση με τις εντολές του κόμματος.



22. "Max Holz, une legende proletaire" in Les revoltes logiques no 8/9, 1979, p. 51.



23. Σε μια συνέντευξή του, ο Hans-Joaquim Klein (μέλος των Επαναστατικών Πυρήνων), δήλωνε ότι η αυτοβιογραφία του Max Holz ήταν το πρώτο του πολιτικό βιβλίο (Liberation no 1450, 2 Octobre 1978). Σ.τ.Ε.: Ο H.J. Klein αποκήρυξε αργότερα το αντάρτικο πόλης και μετά τη σύλληψή του το 1999 συνεργάστηκε με τις αρχές.



* Σ.τ.Ε.: Η υπόθεση αυτή, της απαγωγής του Dan Mitrione από τους Τουπαμάρος αποτελεί το θέμα της ταινίας "Κατάσταση Πολιορκίας" του Κ. Γαβρά.



24. Κάρλος Μαριγκέλα, "Μικρό εγχειρίδιο του αντάρτη πόλης", σελ. 171.



25. Αναφέρεται από τον Ντανιέλ Γκερέν στο έργο του "Ο αναρχισμός".